Ο Τάσος Μπουλμέτης (Πολίτικη Κουζίνα, Νοτιάς), μια από τις ελάχιστες «σταθερές αξίες» στο χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, παρουσίασε την άνοιξη που μας πέρασε ακόμα μια ταινία γεμάτη Ελλάδα, ιστορία και συνδυασμό κωμωδίας και δράματος.
1968 (2018) – Αθλητικό ιστορικό δράμα, 95΄
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Τάσος Μπουλμέτης
Πρωταγωνιστούν: Αντώνης Καφετζόπουλος, Ιεροκλής Μηχαηλίδης, Βασιλική Τρουφάκου, Στέλιος Μάινας
Ο θρυλικός ευρωπαϊκός τελικός της ΑΕΚ με τη Σλάβια Πράγας, στην Αθήνα του 1968, γίνεται αφορμή για τη σκιαγράφηση της ελληνικής –αλλά και της παγκόσμιας- κοινωνίας της εποχής, καθώς και για αναμνήσεις και γεγονότα από το παρελθόν.
Απρίλης 1968, πρώτος χρόνος της Χούντας των Συνταγματαρχών, κι η Αθήνα φοράει τα καλά της για αθλητικούς λόγους. Στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο (ρεκόρ Γκίνες για αγώνα μπάσκετ) η ΑΕΚ αντιμετωπίζει τη Σλάβια Πράγας με έπαθλο το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης. Όλη η Ελλάδα ζει στους ρυθμούς του τελικού, παραμερίζοντας για λίγο τα πολλά προβλήματά της.
Με αφορμή αυτό το μεγάλο αθλητικό γεγονός, ο Μπουλμέτης ξετυλίγει το κουβάρι της ελληνικής κοινωνίας του ΄68. Μιας κοινωνίας που ζει κάτω από το ζυγό της δικτατορίας, με κάποιους να ωφελούνται και να στηρίζουν αλλά τους περισσότερους να υποφέρουν, ειδικά οι πολιτικά αντίθετοι στη Χούντα. Μιας κοινωνίας βαθιά συντηρητικής και παραδοσιακής, με ανθρώπους κάθε λογής, που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τον τρόπο τους ο καθένας. Μιας κοινωνίας, τελικά, που έστω για ένα βράδυ ενώνεται κάτω από την «ομπρέλα» της μπασκετικής ΑΕΚ και του μεγάλου τελικού απέναντι στην «κομμουνιστική» (εκ Τσεχοσλοβακίας) Σλάβια Πράγας.
Ο Μπουλμέτης δε στέκεται μόνο σ΄αυτό, ωστόσο. Οι ήρωές του, από τους πρωταγωνιστές της ιστορικής επιτυχίας της ΑΕΚ μέχρι απλούς ανθρώπους, εισπράκτορες λεωφορείων, οικογενειάρχες, ερωτευμένους νέους, μέχρι και εργολάβους κηδειών, αφηγούνται και αντανακλούν όχι μόνο την ελληνική πραγματικότητα της εποχής, αλλά και την παγκόσμια. Το 1968, άλλωστε, ήταν μια πολυτάραχη χρονιά γεμάτη αλλαγές, με γεγονότα όπως η Άνοιξη της Πράγας, ο περίφημος Μάης του ΄68 και τον πόλεμο του Βιετνάμ να κορυφώνεται.
Όλα αυτά περνούν από το «μικροσκόπιο» της ταινίας, η οποία δε στέκεται μόνο στο δικό της, εγχώριο ή ξένο, παρόν (το 1968, δηλαδή), αλλά ταξιδεύει και πίσω στο χρόνο, στις ρίζες της ΑΕΚ και των πρωταγωνιστών της που είναι, λίγο ή πολύ, ρίζες της ελληνικής κοινωνίας του τότε και του σήμερα.
Έχοντας στη «φαρέτρα» του ένα άκρως αξιόλογο καστ ηθοποιών –αλλά και την έξοχη μουσική της μόνιμης συνεργάτιδάς του Ευανθίας Ρεμπούτσικα- χωρίς κανέναν ξεκάθαρο πρωταγωνιστή, ο Μπουλμέτης ακροβατεί καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου μεταξύ κωμωδίας και δράματος, αλήθειας και φαντασίας, ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Χωρίς να τονίζει καμία πτυχή περισσότερο από τις υπόλοιπες, χωρίς να επιμένει πουθενά, τα κατορθώνει πρακτικά όλα: αφηγείται την ιστορία, ψυχαγωγεί, προκαλεί συγκίνηση, νοσταλγία αλλά και χαμόγελο. Τα ίδια, δηλαδή, που είχε πετύχει και με την καλύτερη και πιο γνωστή ως τώρα ταινία του, την Πολίτικη Κουζίνα.
Όσοι δεν ενδιαφέρεστε για την αθλητική πλευρά του σεναρίου, μην ανησυχείτε: ο αγώνας είναι απλά η πρόφαση, η αφορμή, το κίνητρο, το μέσο. Η ταινία δεν αφηγείται την ιστορία ενός μπασκετικού τελικού, αλλά ανθρώπινες ιστορίες γεμάτες Ελλάδα, με τα καλά και τα στραβά της. Και το κάνει πολύ όμορφα, κάτι σπάνιο για σύγχρονη ελληνική ταινία, κάτι που από τους εν ενεργεία Έλληνες σκηνοθέτες πετυχαίνουν, εκτός του Μπουλμέτη, μόνον ο Παντελής ο Βούλγαρης και –σε μικρότερο βαθμό- ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης (ο Γιώργος Λάνθιμος δε συμπεριλαμβάνεται καθώς αποτελεί δική του κατηγορία ενώ τελευταία δραστηριοποιείται αποκλειστικά στο εξωτερικό). Συνιστώ, επομένως, ανεπιφύλακτα την ταινία ως ένα όμορφο ταξίδι ιστορίας και αναμνήσεων.