Σκέψεις περί επανάστασης σε μια κοινωνία και σε έναν κόσμο που συνεχώς διευρύνει τα χάσματα και όπου τα κράτη και οι άνθρωποι υποφέρουν από μία κρίση πρωτίστως εσωτερική. Με αφορμή το βιβλίο του Αλμπέρ Καμύ ” Ο επαναστατημένος άνθρωπος”.
Μία επανάσταση δεν είναι μόνο αυστηρά πολιτική, κοινωνική, ηθική, θρησκευτική κλπ. , αλλά συνήθως περιλαμβάνει κάποια ή περισσότερα στοιχεία που την καθιστούν ένα γεγονός σύνθετο. Πρακτικά, δεν εξεγείρεται κανείς μόνο για αίτια οικονομικά και κοινωνικά, αλλά αυτή η οικονομικοκοινωνική κρίση που τον εξωθεί να εξεγερθεί έχει διεισδύσει στο αξιακό του σύστημα, κάνοντάς τον να πιστεύει ότι η αλλαγή που θα επέλθει στηρίζεται σε κάποιους κανόνες δικαίου και ηθικής που τον αντιπροσωπεύουν.
Εξέγερση σημαίνει αρχικά ότι αναγνωρίζω την ασυμφωνία μου και την αντίθεσή μου προς ένα γενικότερο σύστημα κανόνων, αξιών και αντιλήψεων που κυριαρχεί και το οποίο δεν με εκφράζει. Αλλά αυτή η συνειδητοποίηση της ετερότητάς μου δεν με οδηγεί στο να φθονούμαι τους υπολοίπους που ζουν σύμφωνα με τις αρχές αυτές, που είναι ξένες προς τη δική μου προσωπικότητα, αλλά αντιθέτως, με οδηγεί να θέλω να καθιερώσω μία νέα τάξη πραγμάτων που ακριβώς θα καθιερώνει τη δική μου στάση/κατάσταση ως “ορθή” και “ισχύουσα”, αναγκαστικά καταρρίπτοντας την “ορθότητα” και την “ισχύ” των άλλων. Οι ‘άλλοι’ δεν αποτελούν προϊόν εκδίκησης για μένα, απλώς η πτώση τους είναι αναγκαίο κακό προκειμένου να αναδειχθεί ως κυρίαρχη η δική μου αξία. Άλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο μία δική μου εκδικητική τάση απέναντί τους θα με βοηθήσει να εδραιώσω την νέα τάξη που επιθυμώ. Ένα ακόμη αναγκαίο στοιχείο της επανάστασης είναι η συνειδητοποίηση από μέρους μου μιας ετερότητας, η οποία τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, φαντάζει ανυπόφορη, διότι είναι προϊόν αδικίας. Δε μιλάμε εδώ για μία αποδεκτή στα πλαίσια της κοινωνίας ετερότητα, αλλά για μία ετερότητα που είναι προβληματική, διότι πηγάζει από την ανισότητα. Με άλλα λόγια, για μία ετερότητα που έχει για μένα δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες μέσα στον κοινωνικό χώρο και την ιστορική πραγματικότητα, κρίνονται αδικαιολόγητες.
Κατά τούτα, ο επαναστάτης πρώτον σίγουρα δεν είναι ένας άνθρωπος μνησίκακος και φθονερός° είναι απλά ένας άνθρωπος που αποζητά την αναγνώριση και αποδοχή της θέσης του μέσα στον κόσμο. Η παντοειδής βλάβη που θα επέλθει στους υπολοίπους ως απόρροια της επανάστασής του (οικονομική, πολιτική, κοινωνική, ηθική) σίγουρα δεν περιλαμβάνεται στις αρχικές προθέσεις του. Δεύτερον, ο επαναστάτης δεν αρνείται την ισχύουσα τάξη πραγμάτων. Ο επαναστάτης αποδέχεται πλήρως τον τρόπο κατανομής των δυνάμεων και το status quo, απλώς θέλει να επιφυλάξει για τον εαυτό του αυτή τη διανομή. Άλλως, θέλει να γίνει “κύριος στη θέση του κυρίου”, “αφέντης στη θέση του αφέντη”. Και πράγματι κάτι τέτοιο είναι απόλυτα λογικό. Αν δεχτούμε, πράγματι, ότι ο επαναστάτης επιθυμεί να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων, τότε αναιρούμε αυτομάτως και την ιδίοτητά του ως επαναστάτη. Τότε ο επαναστάτης αυτός ή θα λέγεται αθεράπευτος ρομαντικός ιδεαλιστής ή πολύ καλά οργανωμένος αγκιτάτορας. Αν ο επαναστάτης δεν αποδεχόταν, δε θα υπήρχε πράγματι κανένα νόημα να δράσει. Διότι ο επαναστάτης δρα ακριβώς για να νομιμοποιήσει τον εαυτό του μέσα στο σύστημα. Αν δεν υπάρχει αυτό το αποδεκτό εκ μέρους του σύστημα, η δράση του θα πρέπει να θεωρηθεί παράλογη.
Η προσπάθεια εδραίωσης του κομμουνιστικού καθεστώτος είναι εύγλωττο παράδειγμα στην περίπτωσή μας. Το προλεταριάτο αναγνώριζε την παντοδυναμία των κεφαλαιοκρατών και αποδεχόταν την ύπαρξή της, μόνο που αμφισβητούσε και αρνούνταν όχι τη φύση αλλά το πρόσωπο της εξουσίας. Η εργατική τάξη ήθελε μέσω της επανάστασης να εδραιωθεί στη θέση των τότε νομέων της εξουσίας. Σε αυτή της την ενέργεια τη βοήθησαν και την εξώθησαν οι οικονομικοκοινωνικές αντιθέσεις της εποχής, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα ωξυμμένες. Ο ίδιος ο Μαρξ, άλλωστε, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η επανάσταση τορπιλίστηκε από την ένταση των αντιθέσεων, ομολογώντας ότι όσο πιο βαθιά αναπτυχθεί και χαράξει τα άνισα αποτελέσματά του ο καπιταλισμός σε βάρος του προλεταριάτου, τόσο πιο εύκολο θα είναι για την εργατική τάξη να κινηθεί προς την εγκαθίδρυση της νέας τάξης πραγμάτων.
Φυσικά, για να κάνει κανείς μία επανάσταση, δεν είναι αναγκαίο να είναι σίγουρος για τα αποτελέσματά της. Ο επαναστάτης έχει την ελπίδα ότι θα τα καταφέρει αλλά όχι και τη σιγουριά. Του αρκεί, μέσα στο χάος που βιώνει, να πιστεύει ότι παλεύει για αυτό το καλύτερο αύριο που του υπόσχεται η επανάσταση. Με άλλα λόγια, για αυτόν η επανάσταση είναι περισσότερο μία ψυχική διέξοδος παρά ένα καλά οργανωμένο σχέδιο επιτυχίας. Το αν θα επιτύχει πράγματι δεν είναι το κύριο σημείο του ενδιαφέροντος, αφού η απέχθεια για την κατάσταση που βιώνει είναι τόσο βαθιά, που δεν τον νοιάζει να χαραμίσει ίσως ούτε τον εαυτό του στην προσπάθεια να εδραιωθεί. Για αυτό και μιλάμε για φαταλισμό των επαναστάσεων. Δηλαδή, πολλές φορές, μία επανάσταση γίνεται απλά για να γίνει. Μπορεί, λοιπόν, η επανάσταση να θεωρηθεί ένα θνησιγενές γεγονός, που δεν εξασφαλίζει τίποτα, παρά μόνο στιγμές προσωρινής αίσθησης παντοδυναμίας για τον αγανακτισμένο επαναστάτη. Γίνεται για να διαπεράσει το ρου της ιστορίας και να δώσει νέα πνοή στα πράγματα και τις συνθήκες. Σπάνια μπορεί να επιβιώσει και να αντέξει σε βάθος χρόνου, αλλά σίγουρα παρέχει τροφή για σκέψη στην κοινωνία, τη διδάσκει και την παροτρύνει να κινηθεί προς μία αναθεώρηση των πραγμάτων. Η επανάσταση είναι προσωρινή, αλλά ο απόηχός της σίγουρα μακρινός.
Η επανάσταση σίγουρα είναι ένα πολυπαραγοντικό γεγονός, που περιλαμβάνει πολλές συνισταμένες, που είναι αδύνατον να εξετασθούν και να αναλυθούν εδώ. Ωστόσο, η αλήθεια του επαναστάτη είναι πολύ πιο απλή από οποιαδήποτε επιστημονικής φύσεως προσπάθεια ανάλυσης της επανάστασης και ο Μαρξ έχει καταφέρει να δώσει μία συνοπτική και πολύ εύστοχη απάντηση για το πώς πράγματι σκέφτεται ένας επαναστατημένος άνθρωπος: “Καλύτερα ένα άθλιο τέλος παρά μια αθλιότητα χωρίς τέλος.”