Ασπρόμαυρο, νοσταλγικό και σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενες δουλειές του δημιουργού του, το Roma του Αλφόνσο Κουαρόν προηγείται στην κούρσα για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, έχοντας… χορτάσει βραβεία και διακρίσεις. Ας δούμε περί τίνος πρόκειται.
Roma (2018) – Κοινωνικό δράμα, 130΄
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Alfonso Cuarón
Πρωταγωνιστούν: Yalitza Aparicio, Marina de Tavira, Fernando Grediaga
Η ζωή μιας αστικής οικογένειας στην Πόλη του Μεξικού, το 1970, μέσα από τα μάτια μιας ιθαγενούς υπηρέτριας του σπιτιού.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, οι οποίες όπως έχω διαπιστώσει είναι συχνές: η ταινία δεν έχει καμία σχέση με τη Ρώμη, όπως ίσως προϊδεάζει ο τίτλος, αλλά για μια συνοικία στην πρωτεύουσα του Μεξικού με το ίδιο όνομα, στην οποία και διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του έργου.
Μεξικανός ο Κουαρόν, κάτοχος του Όσκαρ Σκηνοθεσίας το 2013 για το Gravity, κι η ταινία του περιστρέφεται ξεκάθαρα γύρω από τη χώρα του. Σύμφωνα και με τον ίδιο, πρόκειται για μια δουλειά με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, καθώς οι σκηνές και τα μέρη που απεικονίζονται προέρχονται συχνά από τις νεανικές εμπειρίες του σκηνοθέτη.
Όπως και σ΄ένα έτερο φαβορί για τα φετινά Όσκαρ, την Ευνοούμενη του Γιώργου Λάνθιμου, οι περισσότεροι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες είναι γυναικείοι, γεγονός που αποτελεί μια ευχάριστη ανανέωση. Εδώ ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μια υπηρέτρια από μια φυλή ιθαγενών (πριν τον Κολόμβο, δηλαδή) του Μεξικού, που εργάζεται σ΄ένα σχετικά πλούσιο, για τα δεδομένα της πόλης και της εποχής, σπίτι.
Επικεφαλής της οικογένειας είναι ουσιαστικά η μητέρα, καθώς ο πατέρας λείπει τον περισσότερο καιρό στον Καναδά και το ζευγάρι είναι εν διαστάσει. Με τη βοήθεια των δύο υπηρετριών της, η μητέρα αυτή προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τα τέσσερα παιδιά της, ενώ οι υπηρέτριες αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα στην προσωπική τους ζωή.
Κάπως έτσι κυλάει το έργο, με τα γεγονότα να εναλλάσσονται με αργό ρυθμό με τις λήψεις που απεικονίζουν την πρωτεύουσα του Μεξικού το 1970, μια πόλη φτωχική, που προσπαθεί να εκσυγχρονιστεί αλλά η πλειοψηφία του πληθυσμού αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και στερείται των δυτικών ανέσεων. Η αντίθεση με τον πλούσιο και σνομπ (ακόμα και τώρα, ή μάλλον ειδικά τώρα με τις προσπάθειες του Τραμπ να χτίσει τείχος ανάμεσα στις δύο χώρες) γείτονα που λέγεται ΗΠΑ γίνεται εμφανής στις λίγες σκηνές της ταινίας που δείχνει ή αναφέρει τη χώρα ή τους πολίτες της. Παράλληλα ο Κουαρόν τονίζει τις συντηρητικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν τότε στη χώρα και τη μειονεκτική θέση των γυναικών, οι οποίες συχνά ήταν περιθωριοποιημένες από τη δημόσια σφαίρα και περιορισμένες στα σπίτια τους.
Ωραία όλα αυτά, αλλά η αλήθεια είναι πως μια ταινία μ΄αυτό το σενάριο δε μπορεί να κρατήσει εύκολα το ενδιαφέρον. Η σκηνοθεσία του Κουαρόν είναι πολύ ρεαλιστική, η χρήση του ασπρόμαυρου ιδανική και η απεικόνιση του τόπου και της εποχής φανταστική, αλλά πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει να βλέπουμε τη ζωή κάποιων απλών ανθρώπων σε μια μακρινή γωνιά της γης πριν 50 χρόνια; Η πλοκή, με εξαίρεση το συγκινητικό, ανθρώπινο φινάλε, δεν “τραβάει” ιδιαίτερα και ο Κουαρόν δείχνει παγιδευμένος στη διάθεσή του να θυμηθεί τα νιάτα του.
Μια άρτια καλλιτεχνικά, αναμφίβολα ποιοτική αλλά ενίοτε βαρετή ταινία είναι λοιπόν το Roma, η ταινία που αναμένεται -αν και ποτέ δεν ξέρεις- να αναδειχθεί η καλύτερη του 2018 στην κυριακάτικη απονομή των Όσκαρ. Η σκηνοθεσία είναι εξαιρετική, η προσέγγιση απλή και ρεαλιστική, τα κοινωνικά θέματα που πραγματεύεται άμεσα κι επίκαιρα, αλλά το κόνσεπτ δεν αποτελεί και το καλύτερο κίνητρο για το θεατή. Είναι, ωστόσο, μια πολύ αξιόλογη ταινία, υπερεκτιμημένη ίσως, που αξίζει όμως της προσοχής μας.