Η ώρα του “Once Upon a Time In Hollywood”, έφτασε. Μία από τις πλέον αναμενόμενες ταινίες των τελευταίων ετών ήρθε η ώρα να βάλει τα καλά της και να περπατήσει στο πλέον λαμπερό κόκκινο χαλί των Φεστιβάλ. Το Φεστιβάλ των Καννών υποδέχτηκε τον αγαπημένο του Κουεντίν παρέα με μερικούς από τους μεγαλύτερους σταρ της εποχής μας.
Μπραντ Πιτ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Αλ Πατσίνο, Μάργκοτ Ρόμπι, Κερτ Ράσελ, ένα καστ που σε πιάνει ίλιγγος μόνο στην ανάγνωσή του. Το τέλος της δεκαετίας του 1960, η Σάρον Τέιτ, ο Τσαρλς Μάνσον, το Hollywood και όσα αυτό πρεσβεύει, η άνοδος των σταρ, η πτώση, οι ομοιότητες του τότε με το τώρα και φυσικά η μυθοπλασία. Όλα αυτά μπαίνουν στο μπλέντερ του Ταραντίνο και μας κάνουν να περιμένουμε με μανία το σερβίρισμα αυτού του ξεχωριστού “ροφήματος” σε μία σκοτεινή αίθουσα. Δυστυχώς το καλοκαίρι και ο Αύγουστος που θα βγει η ταινία αργούν και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να φρεσκάρουμε τη φιλμογραφία του Ταραντίνο μέχρι και σήμερα, άντε να δούμε και το τρέιλερ…
Τέσσερα χρόνια πριν απολαύσαμε το “The Hateful Eight” που ήταν και η τελευταία ταινία του Ταραντίνο. Σήμερα θα αφιερώσουμε μερικές λέξεις για να προσεγγίσουμε τη ματιά του Κουεντίν.
Η τελευταία ταινία του Ταραντίνο διαδραματίζεται στα χιονισμένα τοπία του Γουαιόμινγκ και τον κλειστό χώρο μίας καμπίνας που λειτουργεί σαν καταφύγιο, λόγω μιας τρομερής χιονοθύελλας που έχει ξεσπάσει. Ο Τζον Ρουθ -γνωστός και σαν κρεμάλας- κυνηγός επικηρυγμένων που αρέσκεται να οδηγεί τα «λάφυρά» του ενώπιον της δικαιοσύνης (δηλαδή την κρεμάλα), συνοδεύει την κρατούμενη Ντέιζι Ντόμεργκιου στην πόλη Red Rock, για να πάρει την αμοιβή του. Βολεμένος στη ζεστασιά της άμαξας με οδηγό τον O.B και καθώς η χιονοθύελλα τους ακολουθεί καταπόδας, βρίσκουν δύο περιπλανώμενους. Ο πρώτος είναι ο Μαρκίς Γουόρεν, ένας μαύρος Ταγματάρχης και πρώην στρατιώτης των Βορείων, που πλέον ανήκει στην ίδια επαγγελματική κατηγορία με τον Τζον Ρουθ. Ο δεύτερος, που θα μπει στην άμαξα, είναι ο Κρις Μάνιξ καινούργιος σερίφης του Red Rock, όπως ισχυρίζεται. Παγιδευμένοι από την μανία της φύσης θα οδηγηθούν στην καμπίνα της Μίνι, χωρίς την Μίνι. Το αρχικό κουαρτέτο μαζί με τον O.B θα βρει εκεί έναν Μεξικάνο, τον Μπομπ -που προσέχει το πανδοχείο όσο λείπει η Μίνι στη μητέρα της – τον Οσβάλντο Μομπρέυ, δήμιο του Red Rock, το γελαδάρη Τζο Γκέιτζ και το Στρατηγό του στρατού των Νοτίων Σάνφορντ Σμίδερς. Εκεί θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας παρουσιάζοντας αυτά που ενώνουν κάποιους από τους χαρακτήρες, αλλά και σε μεγαλύτερο βαθμό αυτά που χωρίζουν τους περισσότερους από αυτούς.
Εκμεταλλευόμενος τους Ultra Panavision φακούς των 70mm τόσο στον ανοιχτό όσο και στον κλειστό χώρο, συνεπικουρούμενος από τις μαγικές μουσικές του Μορικόνε χαρίζει μερικές αξέχαστες στιγμές κινηματογραφικής ομορφιάς. Τέτοιες είναι η αρχική σεκάνς της άμαξας, το κοντινό στα δύο άλογα που καλπάζουν(ένα άσπρο και ένα μαύρο), τα πλάνα της πόρτας κάθε φορά που κάποιος μπαίνει και εν συνεχεία τρέχουν να την καρφώσουν(καθαρά Ταραντινική έμπνευση, αστεία και συμβολική), τα συνεχόμενα κοντινά στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, της τρομερής Τζένιφερ Τζέισον Λι και του συγκλονιστικού και αγαπημένου Σάμιουελ Τζάκσον.
Η τρομερή μουσική του Ένιο Μορικόνε δείχνει να συνεπαίρνει και τον ίδιο τον Ταραντίνο, κάποιες φορές είναι σαν οι ήρωές μας να σταματούν και να αφουγκράζονται την Παραδείσια μουσική ακόμα και αν πρόκειται τελικά να τους συνοδέψει στην κόλαση. Αν και μέρος του Χολιγουντιανού συστήματος, ο αγαπημένος μας δημιουργός κάνει ταινίες για το ψώνιο του χωρίς συμβιβασμούς. Το Σινεμά γι’ αυτόν είναι τελετουργία, δεν είναι τυχαίο ότι φρόντισε σε συνεργασία με την Weinstein Company να προμηθεύσει κινηματογράφους σε πενήντα πόλεις με ειδικές μηχανές προβολείς για να ενισχύσει την ευρεία εικόνα και να μπορέσουν οι θεατές να την απολαύσουν σε όλο της το μεγαλείο. Αυτό συμβαίνει γιατί η γραμμή διάκρισης σινεφίλ και δημιουργού είναι δύσκολα ορατή. Ο Ταραντίνο κάνει σινεμά για πράγματα που λατρεύει με ανθρώπους που θαυμάζει. Παθιάζεται και δεν το κρύβει, οι επιρροές του είναι παντού στην φιλμογραφία του. Από τα σπαγγέτι γουέστερν μέχρι τον Ιαπωνικό κινηματογράφο και από την ποπ κουλτούρα μέχρι το νουάρ. Η αγνή αγάπη του για τις ταινίες φαίνεται και από κάτι ακόμα, οι λίστες με τις οποίες καταπιάνεται όπως πολλοί σινεφίλ. Λίστες με τις αγαπημένες του ταινίες όλων των εποχών, τις αγαπημένες του ταινίες της κάθε χρονιάς, τις αγαπημένες του μουσικές.
Όπως οι περισσότεροι δημιουργοί όταν γράφουν έναν ρόλο φαντάζονται και ποιος ηθοποιός θέλουν να τον υποδυθεί έτσι και ο Κουεντίν το εφαρμόζει αυτό σε μέγιστο βαθμό. Από την αρχή της καριέρας του επιλέγει ξανά και ξανά τους ίδιους ηθοποιούς. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να βρίσκει συνοδοιπόρους στο όραμά του και να κάνει το σύμπαν του να μοιάζει ενιαίο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ηθοποιών που συμμετέχουν σε σειρά ταινιών είναι: Uma Thurman σε Kill bill και Pulp Fiction, Kurt Russell σε Death Proof και The Hateful Eight, ο δις βραβευμένος με Όσκαρ για τους αντίστοιχους ρόλους σε Inglorious Basterds και Django, Christoph Waltz, Michael Madsen, ένας από τους σταθερούς του σε Reservoir Dogs, Kill Bill και The Hateful 8 και φυσικά ο Jules του αγαπημένου του Ταραντίνο Samuel Jackson σε Pulp Fiction, Jackie Brown, Kill Bill, Django (δουλοπρέπεια και ρατσισμός εκ των έσω) και The Hateful Eight. Όλοι μας, όταν είμαστε παιδιά και μας ρωτάνε τι θέλουμε να κάνουμε όταν μεγαλώσουμε, δίνουμε διάφορες απαντήσεις από πιλότος, ηθοποιός, τραγουδιστής μέχρι μποξέρ κλπ. Λίγοι είναι όμως αυτοί που καταφέρνουν να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Ο Ταραντίνο είναι ένας από αυτούς, ζει το παιδικό του όνειρο και το ζει χωρίς συμβιβασμούς. Κάνει το Σινεμά που γουστάρει τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Ο Ταραντίνο έχει μπει στο τρενάκι του τρόμου και απλά δεν θέλει να κατέβει.
Ο Ταραντίνο κατηγορείται για αυτό που τον χαρακτηρίζει, τη σινεφιλία του. Κατηγορείται ότι οι ταινίες του είναι αντίγραφα, φόροι τιμής στο παλιό σινεμά, αναφορές σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια. Στην ουσία, τον κατηγορούν ότι δεν έχει σχέση με το έργο των auteur, που θαυμάζει και “μιμείται”. Αυτή είναι μια άποψη που δεν με βρίσκει σύμφωνο, αλλά δεν έχει και καμία σημασία. Ο Ταραντίνο είναι πιστός στα είδη που αγαπάει στο σινεμά και φαίνεται ότι δε θα σταματήσει να τα υπηρετεί όσο το πάθος του για δημιουργία είναι ζωντανό.
Μία άλλη κατηγορία που του προσάπτουν οι επικριτές του, είναι η στροφή προς πιο σοβαρά είδη όπως το πολιτικό γουέστερν που είναι το “The Hateful Eight”. Αυτό όμως δε συνέβη τώρα, αλλά εδώ και δύο ταινίες: η πρώτη ήταν οι Άδωξοι Μπάσταρδη και η δεύτερη το Τζάνγκο. Μία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους Μισητούς 8 και τις δύο προηγούμενες ταινίες του είναι η απουσία του καλού. Στο σινεμά του Ταραντίνο υπάρχουν έννοιες όπως το καλό, το κακό, η ηθική, η προδοσία, πολλές φορές είναι δυσδιάκριτες, αλλά υπάρχουν. Στους “8” καλό δεν υπάρχει, ο εμφύλιος στο πέρασμά του σάρωσε τα πάντα και άφησε ανεξίτηλες πληγές στους ανθρώπους, είτε ανήκαν στους νικητές είτε στους ηττημένους. Η απουσία του καλού δυσκολεύει το θεατή να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες, τον βοηθάει όμως να δει την ιστορία αποστασιοποιημένα.
Όπως σε όλες τις χώρες που έχουν ζήσει εμφύλιο, έτσι και οι Η.Π.Α παλεύουν να κλείσουν τις πληγές τους. Η εμπιστοσύνη όμως είναι πλέον μια έννοια άγνωστη και αυτά που χώρισαν το έθνος εξαρχής υπάρχουν ακόμα. Η μεριά που βρισκόταν ο καθένας στον εμφύλιο είναι κάτι που ούτε ξεχνιέται ούτε συγχωρείται. Ο αγαπημένος σκηνοθέτης χωρίζει την ιστορία του σε έξι κεφάλαια (το τρίτο και το τρομερό τέταρτο με το μεγάλο μυστικό είναι τα αγαπημένα μου), οι ανατροπές είναι διαρκείς και πρέπει να έρθει το πέμπτο για να φανερωθεί η κρυμμένη από το χιόνι αλήθεια. Τότε, όλα εξηγούνται και παίρνουν τον δρόμο για το φινάλε, ένα φινάλε αντάξιο των οκτώ αταίριαστα ταιριαστών ηρώων μας. Εκτός από τη μουσική του Ένιο Μορικόνε, έχουμε και απόλυτα επιτυχημένη επιλογή τραγουδιών. Ιδιαίτερη σημασία έχουν αυτά που ερμηνεύουν οι ίδιοι οι χαρακτήρες. Ακούμε το «Silent Night» στο πιάνο, από τον Μπομπ του Ντέμιαν Μπισίρ και το «Jim Jones at Botany Bay» ερμηνευμένο εξαιρετικά από την Τζένιφερ Τζέισον Λι. Το φολκ, το κλασικό και οι «The White Stripes» κουμπώνουν μαγικά, σαν να γράφτηκαν την ίδια στιγμή για να συντροφεύσουν τους Οκτώ στο ταξίδι τους προς το Red Rock.
Στο τελευταίο του φιλμ ο Ταραντίνο κάνει κάτι που του αρέσει αρκετά, παίρνει ένα αληθινό πρόσωπο(Λίνκολν) και τον βάζει βαθιά μέσα στην ιστορία. Μπορεί ο Λίνκολν να μην το ξέρει, βρίσκεται όμως και αυτός μέσα στην καμπίνα της Μίνι λειτουργώντας καταλυτικά για την ιστορία. Με τον πιο γνωστό Πρόεδρο των ΗΠΑ διευρύνεται και το θέμα της ταινίας, από την ίδρυση του Αμερικανικού κράτους μέχρι και σήμερα. Όλα τα ψέματα στα οποία βασίστηκε η Αμερικανική ιδέα είναι εδώ, η «εξαφάνιση» των Ιθαγενών, η δουλεία, η ισότητα των φύλων, οι ίσες ευκαιρίες. Το ψέμα κρατιέται χέρι-χέρι με την ιστορία της Αμερικής, όπως ακριβώς κρατιέται και με όλους τους ήρωες των Μισητών Οκτώ. Σχέσεις και συμμαχίες χτίζονται στα ψέματα και γκρεμίζονται την ίδια στιγμή. Κρυφά μυστικά αποκαλύπτονται και κανείς δεν μπορεί να νιώθει ασφαλής, καθώς η αλήθεια είναι καταδικασμένη να φανερωθεί.
Οι «8» είναι μία ταινία αντιθέσεων, τα φυσικά τοπία με τον κλειστό χώρο, οι Βόρειοι με τους Νότιους, οι λευκοί με τους μαύρους, οι άντρες με τις γυναίκες, το ψέμα με την αλήθεια, η αγάπη και φυσικά το μίσος. Ο εμφύλιος μπορεί να έχει τελειώσει, αυτά που δίχασαν ένα ολόκληρο έθνος, όμως παραμένουν ζωντανά κατατρέχοντας τους ήρωές μας, τον καθένα για διαφορετικό λόγο. Ζωντανά παραμένουν μέχρι σήμερα και τα ιδρυτικά προβλήματα των ΗΠΑ όσο και αν η δύναμη και η ευημερία των λίγων θέλει να το αρνείται.
Ο Ταραντίνο παίρνει αργά και βασανιστικά (όπως πλησιάζει η άμαξα στην αρχή της ταινίας) την απεραντοσύνη της Αμερικανικής φύσης και την κλειδώνει στους τέσσερις τοίχους μίας καμπίνας. Μαζί όμως, κλειδώνεται και η ίδια η Αμερική από την ίδρυσή της μέχρι και το σήμερα. Αν και αθεράπευτα παρελθοντολάγνος, η ταινία του είναι τρομερά επίκαιρη. Οι αμαρτίες του παρελθόντος έρχονται με ταχύτητα σφαίρας και καταδιώκουν το σήμερα, οδηγώντας το είτε στην καταστροφή, είτε στη συμφιλίωση με τα λάθη του χθες για την ελπίδα του αύριο.