Το πολυπολιτισμικό πάζλ της Ελλάδας ενέχει πολλούς πολιτισμικούς θησαυρούς , όπως αυτόν τον Σαρακατσαναίων. Ποια είναι όμως η κοιτίδα τους και ποια η πατρογονική εστία; Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα ,ένας απάτητος χώρος που δεν ήταν γραμμένος πουθενά και γι’ αυτό κατοικούνταν από αυτόνομους και ελεύθερους ανθρώπους . Ο αιώνας που ήταν ορόσημο ο 18ος αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά, όπου ξεκίνησε η μεταφορά τους στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Τι σημαίνει όμως η λέξη ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΣ;
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για την τεκμηρίωση του ονόματος. Μία όμως είναι αυτή που επεξηγεί ορθά το όνομα. Όταν έγινε η άλωση της Κων/πολης, οι Σαρακατσαναίοι φόρεσαν μαύρα ρούχα, ως ένδειξη πένθους, και δεν υποτάχθηκαν στον κατακτητή. Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς (σκηνίτες). Γι’ αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά =μαύρος και κατσ(ι)άν=φυγάς, ανυπότακτος), δηλ. «μαύροι φυγάδες». Από το Καρακατσάν με παραφθορά προήλθε η λέξη «Σαρακατσάνος». Μια άλλη πιθανή ετυμολογία είναι από την τουρκική λέξη σαράν που σημαίνει «φορτώνειν» ή σαράι (=κατοικία, κονάκι) και την τουρκική μετοχή κατσιάν=φυγάς, ανυπότακτος, (σαράν + κατσάν = Σαρακατσάνος) γιατί από καιρό σε καιρό φόρτωναν τα πράγματά τους και μετακινούνταν με τα κοπάδια τους και γι’ αυτό τους έδωσαν αυτό το όνομα (παρατσούκλι) οι Τούρκοι.
Πολλά έχουν λεχθεί για τους Σαρακατσάνους. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι είναι ένα ελληνικό φύλο, καταγόμενο πιθανώς από παλαιούς ποιμενικούς πληθυσμούς. Μια δημοφιλής θεωρία που βασίζεται στη γλωσσολογία και τον υλικό πολιτισμό τους, υποστηρίζει ότι οι Σαρακατσάνοι κατάγονται από δωρικά φύλα, τα οποία έμειναν απομονωμένα για αιώνες στους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, κυρίως στην ραχοκοκαλιά της Πίνδου και των απολήξεών της που αποτελεί την κοιτίδα τόσο των Δωριέων όσο και των Σαρακατσάνων. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ υποστηρίζει τη δωρική καταγωγή των Σαρακατσάνων υπογραμμίζοντας πως τα γεωμετρικά σχέδια στην κεραμική των Δωριέων διασώζονται μέχρι σήμερα στα σχέδια που κοσμούν τις παραδοσιακές σαρακατσάνικες ενδυμασίες.
Το 1920 ο Δανός γλωσσολόγος Κάρστεν Χεγκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης εξηγεί και υποστηρίζει ότι οι Σαρακατσάνοι είναι αρχαιοελληνικό φύλο και προσπάθησε να βρει παραδείγματα νομαδισμού στην αρχαία Ελλάδα.
Το 1955 Ο Άγγλος ιστορικός και ανθρωπολόγος Τζον Κάμπελ έζησε και μελέτησε τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου το 1955, ακολουθώντας το νομαδικό τους βίο και κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά το τσελιγκάτο και τη δομή της οικογένειας. Υποστηρίζει πως οι Σαρακατσάνοι πρέπει να ζούσαν πάντα στις ίδιες συνθήκες και στις ίδιες περιοχές, όπως και επί των ημερών του, και υπογραμμίζει τις διαφορές τους από τους Βλάχους.
Και πάμε τώρα σε μια πρόσφατη έρευνα. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε στον Τομέα Γενετικής, Ανάπτυξης και Μοριακής Βιολογίας του Τμήματος Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στον Τομέα Γενετικής του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Newcastle Upon Tyne, οι Σαρακατσάνοι παρουσιάζουν γενετική ομοιότητα με τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό. Ο ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός στην σχετική έρευνά του συμπεραίνει πως οι Σαρακατσάνοι αποτελούν τον αρχαιότερο λαό της Ευρώπης και πως η γλώσσα τους, αμιγώς ελληνική, πρωτοεμφανίζεται στα βουνά της Πίνδου και συνδέεται με την πρωτοελληνική γλώσσα.
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας (αρχιποιμένας), πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος, τολμηρός, έντιμος και δίκαιος…
Αξίζει να σημειωθεί η αξιόλογη συμβολή τους στον επαναστατικό αγώνα. Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσιαναίοι ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς – όπως και όλοι οι άνθρωποι του βουνού – και της εξασφάλιζαν τα απαραίτητα. Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Πολλοί ήταν και οι επώνυμοι Σαρακατσάνοι αγωνιστές (αρματολοί και κλέφτες) της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου, όπως οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες, ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης (αδέλφια του Κατσαντώνη), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, ο Αραπογιάννης, ο Λιάκος και κυρίως τα καμάρια των Σαρακατσαναίων, ο Κατσαντώνης και ο Καραϊσκάκης πολεμιστές και καπετάνιοι των Αγράφων, Τζουμέρκων και Ρούμελης. Στον Μακεδονικό Αγώνα βοήθησαν τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως οδηγοί, αγγελιοφόροι, τροφοδότες και σύνδεσμοι. Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης . Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσάνους.
Οι Σαρακατσάνοι είναι χαραγμένοι στο μυαλό μας ως δυναμικοί , αγέρωχοι και δραστήριοι άνθρωποι. Τούτο το μαρτυρούν και οι φορεσίες τους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες από
sarakatsanoi-trikalwn.blogspot.
Η σαρακατσάνικη φορεσιά χαρακτηρίζεται από τη σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων και τα πολλά συμβολικά στοιχεία που αποτυπώνονται πάνω της. Όλα τα ρούχα, οι γυναίκες τα έφτιαχναν μόνες τους χρησιμοποιώντας πάντα υφάσματα δικής τους κατασκευής.
Τα πολύμορφα κεντητά μοτίβα στις ποδιές των γυναικών -τις λεγόμενες «παναούλες»- σχετίζονται με τη ζωή, τη γονιμότητα, τις συλλογικές μεταφυσικές αξίες και αντιστοιχούν σε μεγάλους σταθμούς της ζωής όπως η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος. Εντοπίζεται συχνά το σύμβολο του σταυρού, απόδειξη της θρησκευτικότητας των Σαρακατσάνων, καθώς και του φεγγαριού, του ήλιου και του φιδιού, που θεωρούνται σύμβολα γονιμότητας και ευημερίας. Ορισμένες ποδιές είχαν φυτικό διάκοσμο, με δέντρα, κλωνάρια και λουλούδια που φορούσαν συνήθως στις ανοιξιάτικες μετακινήσεις τους. Ακόμα τα αυστηρά γεωμετρικά σχήματα πάνω στις γυναικείες κάλτσες, πιστεύεται, πως συμβόλιζαν το σύμπαν. Η γυναικεία σαρακατσάνικη φορεσιά της Θεσσαλίας αποτελείται από τα εξής κομμάτια:
- Κατασάρκι: Είναι μάλλινο άσπρο υφαντό το οποίο χτυπούσαν στη νεροτριβή. Φοριέται για εσώρουχο και είναι ανοιχτό στο στήθος με κοντά μανίκια, περίπου δέκα πόντους κάτω από τον ώμο.
- Πουκάμισο: Είναι μακρύ βαμβακερό υφαντό με κέντημα στα μανίκια από τον ώμο μέχρι τον αγκώνα. Είναι ανοικτό στο στήθος και έχει κέντημα πέντε πόντων και από τις δύο πλευρές μέχρι το λαιμό. Το κέντημα αυτό είναι το ίδιο με το κέντημα στα μανίκια.
- Ζωστάρι: Είναι είδος μακρύ γιλέκου, που φτάνει μέχρι τους γοφούς. Είναι κεντημένο και από τις δύο πλευρές του μπροστινού μέρους, οι οποίες λέγονται προφύλλια. Έχει μεγάλο άνοιγμα στο στήθος, το οποίο καλύπτεται από το πουκάμισο.
- Φούστα: Είναι φτιαγμένη από μάλλινο υφαντό φίνο ύφασμα, λεπτό με γυαλιστερή επιφάνεια και είναι μακριά μέχρι τη γάμπα. Είναι φτιαγμένη από τρία παράλληλα κομμάτια υφαντού υφάσματος μαζεμένα σούρα, για να γίνουν πιέτες, και ραμμένα στο ζωνάρι της φούστας. Τα χρώματα της φούστας είναι σκούρα βυσσινί ή γαλάζιο και ήταν στολισμένη με δύο ή τρία κολλήματα από δαντέλα και κεντοπάνι σε ανάλογες αποστάσεις από το γόνατο και κάτω. Στο κάτω μέρος έχει δαντέλα σε σχέδιο μύτες χρωματιστές. Οι πιο επίσημες φούστες, πολύ παλιά, ήταν κεντημένες στο κάτω μέρος γύρω στα δέκα εκατοστά με χρωματιστές κλωστές σε διάφορα σχέδια.
- Μανίκια: Φοριούνται στα χέρια και πιάνονται με κόπτσα από το κατασάρκι. Το κάτω μέρος πιάνει τον καρπό, είναι πλεκτό με διάφορα σχέδια και το έλεγαν χειρότι. Το υπόλοιπο είναι φτιαγμένο από μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα.
- Τραχλιά: Φοριέται στο λαιμό και καλύπτει το άνοιγμα του στήθους με μια προέκταση από ύφασμα που έχει από κάτω. Είναι κεντημένη και στολισμένη με δαντέλες και φρέντζες.
- Ποδιά: Φοριέται μπροστά από τη φούστα, δένεται στη μέση και είναι μακριά μέχρι το τελείωμα της φούστας. Το ύφασμα της ποδιάς είναι βαμβακερό ή μάλλινο. Είναι κεντημένη και στολισμένη με δαντέλα και κεντοπάνι.
- Μαντήλι: Είναι σταμπωτό βαμβακερό με κρόσια και έχει κίτρινο ή άσπρο χρώμα. Φοριέται στο κεφάλι δεμένο πίσω.
- Κάλτσες: Είναι πλεκτές με νήμα άσπρο και μάλλινες χρωματιστές κλωστές σε διάφορα γεωμετρικά σχέδια. Φοριούνται στα πόδια από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο.
- Πατούνες-κοντοτσούραπο: Φοριούνται στο κάτω μέρος του ποδιού, στην πατούσα και πιάνουν μέχρι τον αστράγαλο.
- Κάπα πανωφόρι: Φοριέται πάνω από το ζωστάρι, είναι αμάνικο και φτάνει μέχρι τη μέση. Είναι κεντημένο στις δύο μπροστινές πλευρές και πίσω στην πλάτη. Στην πλάτη έχει ριγμένα δύο κεντημένα μανίκια διακοσμητικά.
- Τσαρούχια με φούντες, όμοια με τα ανδρικά.
Η αντίστοιχη ανδρική φορεσιά μέχρι το 1920 αποτελούνταν από τα εξής:
- 1. Κατασάρκι
- Πουκάμισο: Είναι άσπρο με μεγάλα φαρδιά μανίκια.
- Φουστανέλα μακριά.
- Κάλτσες: Είναι μάλλινες υφαντές μέχρι τους μηρούς, με καλτσοδέτα και φούντα κάτω από το γόνατο.
- Ζωνάρι: Είναι μάλλινο και το φοριέται στη μέση. Πάνω από το ζωνάρι, παλιότερα, φορούσαν το σιλάχι ή σλιάφι, όπως το έλεγαν. Το σιλάχι είναι δερμάτινη πλατιά ζώνη με πολλές θήκες για χρήματα και όπλα.
- Τσιπκένι: Είναι το επίσημο πανωφόρι και φοριέται πάνω από το πουκάμισο. Είναι μάλλινο, από τσόχα σε χρώμα μπλε ή πράσινο, με δύο μανίκια ριγμένα στις πλάτες, κεντημένα με κορδόνι μαύρο ή χρυσό.
- Σκούφια: Είναι ένα στρόγγυλο χαμηλό κάλυμμα που φοριέται στο κεφάλι. Το επίσημο είναι φτιαγμένο από ένα γυαλιστερό ύφασμα, σαν μεταξωτό.
- Τσαρούχια με φούντες.
Μετά το 1920 αντικατέστησαν τη φουστανέλα και τις κάλτσες, με τη μπουραζάνα. Η μπουραζάνα ήταν άσπρη ή μαύρη, φτιαγμένη με μάλλινο ύφασμα χτυπημένο στη νεροτριβή. Δενόταν στη μέση με χοντρό μάλλινο πλεκτό κορδόνι ή άσπρο σχοινί, το οποίο ήταν περασμένο εσωτερικά στο ζωνάρι της. Τη φορούσαν με γιλέκο και μαύρο ή μπλε σακάκι. Αργότερα φόρεσαν κοστούμι, τύπου ευρωπαϊκού, φτιαγμένο από μπλε υφαντό ύφασμα με σακάκι, παντελόνι και γιλέκο.
One Comment
ΣΟΦΙΑ ΑΛΤΑΝΗ
ΠΟΛΥ ΚΑΛΟ ΑΡΘΡΟ, – ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΗΓΕΣ ,ΠΟΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ κ. ΝΙΚΟΥ ΖΥΓΟΓΙΑΝΝΗ.