Δεν υφίσταται η παραμικρή αμφιβολία πως ο κινηματογράφος έχει δεχτεί αποφασιστικό, ίσως ανεπανόρθωτο πλήγμα στο έτος που διανύουμε, λόγω της πανδημίας του Covid-19, η οποία έχει οδηγήσει στην αναστολή λειτουργίας αναρίθμητων κινηματογραφικών αιθουσών, τη διακοπή παραγωγής και γυρισμάτων ουκ ολίγων ταινιών και την καθυστέρηση στην πρώτη προβολή πολλών ακόμα.
Ωστόσο, το φαινόμενο και οι πιθανές μακροχρόνιες συνέπειες που το ακολουθούν αξίζουν δικό τους αφιέρωμα. Εδώ θα μιλήσουμε για μια από τις ταινίες που κατάφεραν, έστω και μέσω Netflix, να έρθουν στο φως μέσα στο 2020, και ξεχώρισε όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης ανταγωνισμού αλλά και για την υψηλή ποιότητα και τα κοινωνικά της μηνύματα.
Η Δίκη των Επτά του Σικάγο (The Trial of the Chicago Seven, 2020)
Courtroom drama, 127΄
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Aaron Sorkin
Πρωταγωνιστούν: Sacha Baron Cohen, Eddie Redmayne, Mark Rylance, Joseph Gordon-Levitt, Frank Langella
Ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι αντιδράσεις εντός Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, η δίκη οκτώ ετερόκλητων ανθρώπων που κατηγορούνται για συνωμοσία και πρόκληση ταραχών στο συνέδριο των Δημοκρατικών, το 1968, εξελίσσεται σε πρωτοφανές γεγονός με μεγάλη δημοσιότητα και παρασκήνιο.
Γνωστός για τα ρεαλιστικά, αποκαλυπτικά και γεμάτα δηλητηριώδεις διαλόγους σενάριά του, ο Aaron Sorkin (Ζήτημα Τιμής, The Social Network) κάθισε αυτή τη φορά και στην καρέκλα του σκηνοθέτη καθώς η αρχική επιλογή, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, αποσύρθηκε όταν η ταινία βρισκόταν στα σκαριά πριν δεκατρία ολόκληρα χρόνια.
Για την απεικόνιση και περιγραφή μιας συγκλονιστικής, αληθινής ιστορίας από την ταραγμένη Αμερική της δεκαετίας του 1960, ο σκηνοθέτης επιστράτευσε πολλά σπουδαία ονόματα, από τον εκκεντρικό Sacha Baron Cohen (στο ρόλο του πιο εκκεντρικού από τους κατηγορουμένους) μέχρι τους οσκαρικούς Redmayne και Rylance (στους ρόλους του πιο “καθωσπρέπει” κατηγορούμενου και του συνηγόρου υπεράσπισης, αντίστοιχα), ενώ σε μικρότερους ρόλους εμφανίζεται πληθώρα εξαιρετικών ηθοποιών. Εξαιρετική διανομή ρόλων από την παραγωγή, καθώς η αντίθεση στο στιλ μεταξύ ηθοποιών όπως, επί παραδείγματι, ο Redmayne και ο Cohen αντανακλά πολύ εύστοχα τις διαφορές μεταξύ των χαρακτήρων που υποδύονται.
Στην περιγραφή της πλοκής έγραψα για “οκτώ” κατηγορούμενους, ωστόσο ο τίτλος είναι η Δίκη των Επτά του Σικάγο. Μια μόνο από τις εκπλήξεις της ταινίας είναι ο όγδοος της υπόθεσης, οι διαφορές του από τις υπόλοιπους (οι οποίοι, επίσης, αν και δικάστηκαν ως ομάδα που συνωμότησε από κοινού, δε γνωρίζονταν καν όλοι μεταξύ τους και είχαν έντονες διαφορές στο χαρακτήρα, το στιλ, τις φιλοδοξίες και την αντιμετώπιση της δίκης) και η τελική κατάληξη της δικής του ιστορίας. Τα παρασκήνια πολλά, καθώς στη δίκη αυτή παίζονταν πολλά, τόσο στην επιφάνεια όσο και στο παρασκήνιο, από μικροπολιτικά παιχνίδια μέχρι την – ενίοτε κυριολεκτική – μάχη του status quo της συντηρητικής Αμερικής του ‘50 με την αντικουλτούρα και τα αντιπολεμικά μηνύματα της νέας γενιάς.
Οι χαρακτήρες και τα γεγονότα είναι χωρίς αμφιβολία τόσο τραβηγμένα που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως πρόκειται για αληθινή ιστορία. Φυσικά, το σενάριο περιλαμβάνει πολλές αλλαγές και παρεκκλίσεις, άλλες από ποιητική αδεία, άλλες για έμφαση, άλλες για απλούστευση και ανάδειξη συγκεκριμένων στοιχείων και χαρακτήρα, και αρκετοί κριτικοί έχουν επισημάνει ενστάσεις για τις ιστορικές ανακρίβειες. Οι διάλογοι, ποτισμένοι από κατάμαυρο χιούμορ και ένταση, δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ταιριάζουν στο αυστηρό, στιλιζαρισμένο είδος του courtroom drama, αλλά αποτελούν αναμφίβολα το δυνατότερο χαρτί της ταινίας: συνδυάζουν το πνεύμα της εποχής, το πνεύμα της δικής μας εποχής (ας μην ξεχνάμε το φυλετικό και πολιτικό διχασμό και την αστυνομική βία, βασικό θέμα της πλοκής, στις σύγχρονες Ηνωμένες Πολιτείες) αλλά και, μ΄ έναν ανορθόδοξο τρόπο, και το πνεύμα του είδους, σε μια πιο απελευθερωμένη, εναλλακτική έκδοση.
Ένα ακόμα ατού της ταινίας αποτελεί το γεγονός πως λίγο πολύ τα συνδυάζει όλα. Χιούμορ, σάτιρα σ΄ένα ξεπερασμένο σύστημα που δυστυχώς μεταλλάσσεται κι επιμένει μισό αιώνα μετά, επίθεση στην αστυνομία, τους πολεμοκάπηλους, τους πολιτικάντηδες και το κατεστημένο των ΗΠΑ, και μια ενδιαφέρουσα απεικόνιση της ετερόκλητης απέναντι πλευράς: τους χίπηδες, τους διανοούμενους, τους ειρηνικούς και μη διαδηλωτές που προσπάθησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, ο καθένας για δικούς του λόγους, ν΄ αλλάξουν τη ροή της ιστορίας και, μαντέψτε, το κατάφεραν.

Φωτογραφία από τα παρασκήνια της πραγματικής δίκης
Στην αντίπερα όχθη, εκτός από τις ανακρίβειες και τις υπερβολές κατά μήκος του σεναρίου, η ταινία πάσχει από τη βασική ασθένεια όλων των φιλμ που βασίζονται σε πλούσιο ensemble cast: δεν υπάρχουν πρωταγωνιστές και άρα κανείς από τους πολλούς και πολυτάλαντους ηθοποιούς δε διαθέτει το πλήρες περιθώριο να ξεδιπλώσει τις ικανότητές του. Αντίστοιχα, και οι χαρακτήρες αναπτύσσονται σχετικά απλοϊκά και ίσως ανεπαρκώς, αν και αδιαμφισβήτητα μαθαίνουμε όσα είναι απαραίτητο να μάθουμε γι΄ αυτούς και, από κει και πέρα, ας τους κρίνουμε από τα πεπραγμένα. Κριτική, επίσης, έγινε και για την αδυναμία του σεναρίου να τονίσει το ρατσισμό και τα εγγενή προβλήματα στην υπόθεση του όγδοου, του ξεχωριστού κατηγορούμενο, που ήταν και ο μοναδικός Αφροαμερικανός (συγκεκριμένα, πρόεδρος της αμφιλεγόμενης αντιρατσιστικής οργάνωσης Μαύροι Πάνθηρες).
Στην τελική ζυγαριά, ωστόσο, οι αρετές της ταινίας υπερισχύουν κατά κράτος των αδυναμιών της, με αποτέλεσμα η Δίκη των Επτά να αποτελεί ένα άρτιο, σύγχρονο courtroom drama που αναδεικνύει τόσο την εποχή στην οποία αναφέρεται όσο και τις ομοιότητες με τη δική μας. Το πλούσιο στιβαρό καστ και το ευφυές σενάριο του δημιουργού της την ξεχωρίζουν σε μια χρονιά πολύ φτωχή από ταινίες και την καθιστούν μια πολύ καλή επιλογή, για την ώρα στο Netflix, αλλά και για τις κινηματογραφικές αίθουσες όταν η πανδημία υποχωρήσει και προκύψει επιτέλους η δυνατότητα.
Βαθμολογία: 8/10
One Comment
Pingback: Κριτική ταινίας: Judas and the Black Messiah | Newsfilter