Το 2006, ο εκκεντρικός αλλά αναμφίβολα ταλαντούχος κωμικός Σάσα Μπαρόν Κοέν μας παρουσιάστηκε με την κωμωδία σε στιλ ψευδο-ντοκιμαντέρ (mockumentary), τον Μπόρατ. Μια κωμωδία άναρχη, αιχμηρή, politically incorrect (πριν καν γίνει μόδα ο όρος), γεμάτη ακατάλληλο, δηλητηριώδες χιούμορ και επιθέσεις κατά παντός υπευθύνου. Ο χαρακτήρας του εκ Καζακστάν ορμώμενου δημοσιογράφου Μπόρατ Σαγκντίεφ έγινε δημοφιλής πολύ γρήγορα, ειδικά στους νέους, ωστόσο ο Κοέν δεν ενέδωσε στον πειρασμό να τον επαναφέρει στην οθόνη. Μέχρι φέτος, τη χρονιά του Covid-19, με το σίκουελ να αποτελεί, πέραν όλων των άλλων, ίσως την πρώτη γνωστή ταινία που ασχολείται άμεσα με την πανδημία και τις συνέπειές της. Ένα σίκουελ, το οποίο θα ονομάζουμε για συντομία Μπόρατ 2 αντί για τον λίγο πιο μακροσκελή επίσημο τίτλο του (βλ. αμέσως παρακάτω).
Borat Subsequent Moviefilm: Delivery of Prodigious Bribe to American Regime for Make Benefit Once Glorious Nation of Kazakhstan (2020) – Κωμωδία, 96΄
Ο διεφθαρμένος πρωθυπουργός του Καζακστάν απελευθερώνει τον εκκεντρικό δημοσιογράφο Μπόρατ Σαγκντίεφ και του αναθέτει ως αποστολή να παραδώσει τον υπουργό Πολιτισμού της χώρας (μια μαϊμού) στον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Μάικ Πενς για να κερδίσει την υποστήριξη του προέδρου Τραμπ.
Προσθήκη σε σχέση με το πρώτο φιλμ, η 15χρονη κόρη του Μπόρατ, η Τούταρ (Bakalova), η οποία αναδεικνύεται σε κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας. Βλέπετε, η αποστολή με τον υπουργό – μαϊμού δεν πήγε και τόσο καλά και ο Μπόρατ αποφασίζει να παραδώσει τη 15χρονη κόρη του, στην οποία συμπεριφέρεται κυριολεκτικά σαν να είναι ζώο, σύμφωνα με τα υπερβολικά πατριαρχικά έθιμα του Καζακστάν, στον αντιπρόεδρο Πενς. Για να το κάνει αυτό, ωστόσο, πρέπει να την κάνει να φαίνεται όμορφη και να συμπεριφέρεται ως γυναίκα-τρόπαιο, όπως το πρότυπό της, η Μελάνια Τραμπ. Στη διαδικασία αυτή πατέρας και κόρη μπλέκουν σε διάφορες περιπέτειες στον αμερικανικό νότο και αναδιαμορφώνουν τις απόψεις και τη σχέση τους.
Η υπόθεση, όπως εύκολα μπορείτε να αντιληφθείτε, δε βγάζει κανένα νόημα και στέκεται απλά ως αφορμή, ως το πρόσχημα για τον Κοέν για να ξεδιπλώσει το ακραίο χιούμορ του, έχοντας συχνά απέναντί του ανυποψίαστους πραγματικούς ανθρώπους (όχι ηθοποιούς, δηλαδή, ούτε καν ανθρώπους που γνωρίζουν τουλάχιστον ότι συμμετέχουν στην ταινία). Η αλήθεια είναι πως η συμπεριφορά αρκετών εξ αυτών μας βάζει στη σκέψη πως, ακόμα κι αν όντως δεν ενημερώθηκαν ότι παίζουν σε ταινία, το έχουν τουλάχιστον υποπτευθεί όταν γυρίζονται οι σκηνές τους. Σίγουρα, πάντως, τα δύο σημαίνοντα πρόσωπα που εμφανίζονται, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Μάικ Πενς και ο δικηγόρος του Τραμπ, Ρούντι Τζουλιάνι, δε γνώριζαν τίποτα, και ο δεύτερος μάλιστα βρέθηκε στο στόχαστρο για την ανάρμοστη συμπεριφορά του μπροστά στην κάμερα.
Τόσο από άποψη πλοκής (όση πλοκή είναι δυνατό να έχει ένα τέτοιο έργο), όσο και, κυρίως, από άποψη χιούμορ και θεματολογίας, η ταινία διακρίνεται σε δύο αρκετά διαφορετικά, και περίπου ίσης χρονικής διάρκειας, μέρη. Στο πρώτο μισό βλέπουμε ατόφιο, σχεδόν αυτούσιο, το χιούμορ και την οπτική του πρώτου φιλμ, με μια σειρά υπερβολικών, γεμάτων καφρίλα αστείων που στηλιτεύουν αλλά ξεπλένουν ταυτόχρονα φαινόμενα όπως ο σεξισμός, ο αντισημιτισμός, η πολιτική καταπίεση. Στο στόχαστρο βρίσκεται ήδη η κυβέρνηση Τραμπ και οι τυπικοί οπαδοί της ανά την Αμερική, αλλά η προσέγγιση είναι σχεδόν ίδια με τον πρώτο Μπόρατ, μεταφερμένη απλώς στη σημερινή κατάσταση.
Πολλοί, επαγγελματίες και μη, κριτικοί υποστηρίζουν, και συμφωνώ μαζί τους, πως η ακατάλληλη, άναρχη κωμωδία έχει συχνά το μοιραίο ελάττωμα να μην είναι διαχρονική και κάτι που φαινόταν αστείο, αλλά και προοδευτικό, πριν λίγα μόνο χρόνια τώρα θεωρείται ξεπερασμένο. Για παράδειγμα, όταν ο ορίτζιναλ Μπόρατ μας έδειχνε υπέρμετρο και τραβηγμένο σεξισμό και ρατσισμό, μας φαινόταν πρωτότυπο, ενίοτε ξεκαρδιστικό και σίγουρα μια δικαιολογημένη επίθεση εναντίον των καταπιεστικών αυτών συστημάτων. Ο κόσμος όμως άλλαξε στα δεκατέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν, και στο πρώτο μισό της ταινίας ο Κοέν μοιάζει, με την εξαίρεση κάποιων πράγματι ιδιοφυών σκηνών, να μην το καταλαβαίνει, επιμένοντας στο ίδιο χιούμορ που τώρα μοιάζει επαναλαμβανόμενο, παρωχημένο και άστοχο στις επιθέσεις του. Επίσης, κάποιες ιδέες του που έμοιαζαν ανούσιες ήδη από την πρώτη ταινία, δημιουργούν και τώρα ακριβώς την ίδια αίσθηση.
Κι εκεί που στη μισή ταινία νομίζεις ότι βλέπεις μια μάλλον παράταιρη επανάληψη του ύφους του δημιουργού του, με ψήγματα μόνο έξυπνου χιούμορ, ο δεύτερος Μπόρατ αλλάζει. Ο Κοέν ευθυγραμμίζει τους χαρακτήρες του, τις περιπέτειές του και, το κυριότερο, το χιούμορ του, στις καταστάσεις του σήμερα. Στο προσκήνιο έρχεται το θέμα των ημερών, η καταραμένη παγκόσμια πανδημία του Covid-19, το lockdown και οι θεωρίες συνωμοσίας, που βρίσκουν ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στις ΗΠΑ. Κι άλλα, όμως, επίκαιρα θέματα, από τα οποία διέρχεται μεν αλλά ακροθιγώς ο Κοέν στο πρώτο μισό, αποκτούν επιτέλους κεντρικό χαρακτήρα. Οι οπαδοί του Τραμπ, οι βασικές συντελεστές της κυβέρνησής του, ο αμερικανικός συντηρητισμός, στηλιτεύονται ανηλεώς ενώ, μέσω των περιπετειών της κόρης του Μπόρατ, η ταινία επικαιροποιείται και σε θέματα όπως ο φεμινισμός και η γυναικεία σεξουαλικότητα. Αυτά που βλέπαμε στο πρώτο μισό και λέγαμε “μα γιατί δεν τα αναπτύσσει περισσότερο και αναλώνεται στα παλιά;”, από τη μέση και μετά ξεδιπλώνονται και προκύπτει ένας ξεκαρδιστικά επίκαιρος Μπόρατ. Με αποκορύφωμα, φυσικά, τις σκηνές όπου πατέρας και κόρη τα κάνουν μπάχαλο πρώτα σε μια συνάντηση υποστηρικτών του Τραμπ και, τελικά, με τον ίδιο τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης και νυν ημίτρελο δικηγόρο του ημίτρελου προέδρου του, τον Ρούντι Τζουλιάνι. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σταθούμε στην απόλυτα ταιριαστή με το ύφος του έργου και εμπνευσμένη ερμηνεία της 24χρονης Βουλγάρας Maria Bakalova, που κατορθώνει ενίοτε ακόμα και να επισκιάσει το δημιουργό και κεντρικό ήρωα.
Ο Μπόρατ 2 είναι επομένως μια ταινία που συγκρούεται με τον εαυτό της, τραβώντας ταυτόχρονα δυο διαφορετικούς δρόμους. Κατορθώνει να είναι ταυτόχρονα ξεπερασμένη κι επίκαιρη, αναδρομή στο παρελθόν του δημιουργού της και επίκαιρη κριτική στο σημερινό γίγνεσθαι, προσβλητική και υπερβολική αλλά κυρίως προς ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων που δεδομένα τους αξίζει. Οι θεατές στους οποίους δεν άρεσε το πρώτο φιλμ, ή ο ίδιου μήκους κύματος Δικτάτορας (2012), και γενικά αυτό το είδος ακραίου, επιθετικού χιούμορ, κατά πάσα πιθανότητα δε θα συγκινηθούν ούτε με το σίκουελ. Ακόμα κι αυτοί, ωστόσο, αν είναι αντίθετοι σε όσα πρεσβεύει ο Τραμπ και το υπερσυντηρητικό φαν κλαμπ του, λογικά θα γελάσουν στις σκηνές που αποτελούν ευθεία επίθεση (στην ουσία, γελοιοποιούν πλήρως) στους εν λόγω ανθρώπους και τις πρακτικές τους.
Ωστόσο, η ταινία αξίζει συνολικά τόσο ως κωμωδία, κυρίως στο δεύτερο μέρος της, όσο και ως επίκαιρη κοινωνική κριτική χάρη, εν μέρει, στην ενασχόλησή της με την πανδημία του κορονοϊού, που κάνει οποιονδήποτε τη ζει τώρα (ολόκληρο τον πλανήτη, δηλαδή) να ταυτιστεί σε ορισμένα στιγμιότυπα. Ο Μπόρατ 2 δεν αποτελεί αριστούργημα, ούτε καν κάτι τόσο πρωτότυπο και αντισυστημικό όσο ήταν – για την εποχή του – ο πρώτος. Ωστόσο, οι στιγμές έξυπνου χιούμορ κερδίζουν τελικά αυτές που μοιάζουν προσκολλημένες στο παρελθόν, και έχει το ατού ότι μπορεί να μας κάνει να γελάσουμε, κάτι που έχουμε απεγνωσμένα ανάγκη διερχόμενοι ίσως την πιο δύσκολη χρονιά της ανθρωπότητας από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Βαθμολογία: 7/10