Το σημερινό άρθρο είναι αφιερωμένο στην νομική και σε έναν δικηγόρο που τον θαυμάζω πάρα πολύ, στον κύριο Παναγιώτη Παπαϊωάννου.
Λίγα λόγια για το επάγγελμα σας και για εσάς
Καταρχάς, ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Η ιδιότητα του εγκληματολόγου δεν είναι επάγγελμα, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Είναι επιστημονική ιδιότητα η οποία αποκτάται με μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών είτε από τη Νομική είτε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Γεννήθηκα τον Μάρτιο του ’71 στην Κόρινθο, όπου κι τελείωσα το σχολείο. Σπούδασα στη Νομική Αθηνών από το ’88 ως το ’93 και ακολούθως μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία στον Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μεταξύ ’93 και ’95. Συγχρόνως, απέκτησα πτυχίο επαγγελματικής δημοσιογραφίας το ’95 και ανέλαβα διδακτορική διατριβή το ’97 υπό τον καθηγητή κο Νέστορα Κουράκη. Το θέμα μου διαμορφωνόταν σε συνεργασία με τον κο καθηγητή όμως παράλληλα είχα ξεκινήσει να εργάζομαι ως δικηγόρος, κάτι που έφερε μία πολύτιμη για μένα σύζευξη πράξης και θεωρίας. Η διπλωματική μου ήταν πάνω στα εγκλήματα ζηλοτυπίας. Του ’99, μετά από σύσταση του Καθηγητή Εγκλημτλογίας της Παντείου κου Αντώνη Μαγγανά, εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο, μία μονογραφία για την υπόθεση που έμεινε γνωστή ως αυτή των «Σατανιστών της Παλλήνης». Ήταν υπόθεση πολύκροτη για τη δεκαετία του ’90 που συνδύαζε νεανική παραβατικότητα, σκληρή ανθρωποκτόνο βία και υποκουλτούρες. Το 2001 και ενώ προχωρούσα την εκπόνηση του διδακτορικού, επικαιροποίησα την διπλωματική μου εργασία και εξέδωσα από τη Νομική βιβλιοθήκη το 2001 το Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική θεώρηση & Νομολογία, βιβλίο το οποίο μου έκαναν την τιμή να προλογίσουν οι καθηγητές Ν. Ε. Κουράκης και Γιάννης Πανούσης. Περιείχε μία νομολογιακή ανάλυση και κατηγοριοποίηση των εγκλημάτων ζηλοτυπίας τις διακρίσεις τους από το από διάφορες κατηγορίες ανθρωποκτόνου εγκληματικότητας και θεωρείται ακόμη και σήμερα ένα βιβλίο αναφοράς στην νεώτερη ελληνική εγκληματολογία, καθώς περιέχει παραπομπές σε δυσεύρετο αλλού υλικό, από πηγές της προ internet εποχής. Ενώ πλέον άρχισα να δικηγορώ, παράλληλα έκανα ραδιόφωνο και αρθρογραφούσα σε νομικά και μη περιοδικά, ενώ μαζί με τον κύριο Μαγγανά εκδώσαμε το «Το Οικογενεακό Δίκαιο Για Τον Πολίτη – μια επιλογή παραδειγμάτων, από τις εκδόσεις Παπαζήδη. Τελικά, ολοκλήρωσα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο τη διδακτορική μου διατριβή, με θέμα τους πολυανθρωποκτόνους και κυκλοφόρησα το βιβλίο το 2013 από τη Νομική Βιβλιοθήκη ΤΟ «Ανθρωποκτόνοι Κατ’ Εξακολούθηση και Κατά Συρροή – Τ Ελληνικό Παράδειγμα» όπου μελέτησα, υπό εγκληματολογική σκοπιά τους Έλληνες serial killers και mass murders. Έχοντας πλέον κλείσει 27 χρόνια ως μαχόμενος δικηγόρος μπορώ να βεβαιώσω ότι το πάντρεμα αυτό της επιστήμης και της πράξης συνεχίζει να προσδίδει ενδιαφέρον σε ό,τι αναλαμβάνω.
Πώς πήρατε την απόφαση να ασχοληθείτε με την εγκληματολογία;
Ήταν, όπως λένε, γραφτό να συμβεί. Η εγκληματολογία στην Νομική σχολή των Αθηνών ήταν ένα μάθημα επιλογής το οποίο όμως σύντομα διαπίστωσα παίρνοντας το στον τρίτο χρόνο των σπουδών ότι έχει ένα συνδυαστικό βάθος συγκλονιστικό. Έχει γερές κοινωνιολογικες όσο και νομικές βάσεις, ενώ η συγκριτική σκέψη, η κριτική ματιά και η ιστορική αντίληψη που σε καλεί να αποκτήσεις είναι απαράμιλλη. Τι ήταν και τί είναι ο εγκληματίας, ποιά είναι η δίκαιη ποινή και ποιά τα συστήματα που δοκιμάστηκαν μέσα στα χρόνια για να αντιμετωπιστεί το εγκλημα με σεβασμό προς την αξια του ανθρώπου, το βρήκα συναρπαστικό, με κέρδισε αμέσως. Καίρια υπήρξε για μενα η παρουσία του του καθηγητή Νέστορα Κουράκη. Πέρα από το ότι μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω εργασίες στο μάθημά του (Ποινκή Καταστολή) και να παρουσιάσω Μάλιστα τις εργασίες αυτές τις συμφοιτητές μου -κάτι το οποίο εκείνη την εποχή στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δεν ήταν υποχρεωτικό- εντόπισε την αδυναμία μου στο να σκιτσάρω και μου εκνε την τιμή να φιλοξενήσει δύο σκίτσα μου στα βιβλία του Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, που διδασκόταν για χρόνια στους φοιτητές. Ο Ν.Ε. Κουρακης ήταν ο πρώτος πανεπιστημιακός που συνάντησα που ήταν προσιτός, δημιουργικός και ταυτόχρονα μεθοδικός και γενναιόδωρος στις ευκαιρίες που εδινε στους νέους επιστήμονες. Ήμουν πολύ τυχερός που τον συνάντησα και ακομη πιο τυχερός που στη συνέχει ακαι μεσω αυτύ, γνώρισα προσωπικα και άλλους μεγάλους πανεπιστημιακούς δασκαλους, όπως ο Αντώνης Μαγγανάς, ο Γιάννης Πανούσης, ο Ιάκωβος Φαρσεδάκης, η Καλλιόπη Σπινέλλη.
Κατά το πρώτο στάδιο των σπουδών μου και των εργσιών μου περί την Εγκληματολογία εστίασα στο ανθρωποκτόνο φαινόμενο, κάτι που έχει και έναν ιδιαίτερο χρονισμό. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 επιδίωξα μέσα από τις ποινικές σπουδές και την Εγκληματολογία να αποσαφηνίσω και δογματικά αλλά και προσωπικά, μέσα στο μυαλό μου, το κορυφαίο αυτό έγκλημα και τη σημασία του στις σύγχρονες κοινωνίες. Ποια τα είδη, τα κίνητρα, πώς πρέπει να τον φερόμενο ως δράστη ή τον κατηγορούμενο να τον αντιμετωπίζει η οργανωμένη πολιτεία, πώς και γιατί υπάρχει και πρέπει να τηρείται η δικονομία, ποια η θέση του θύματος και ποια η νομιμοποιητική βάση της ποινής. Ευτυχώς, μπήκα στην εγκληματολογία μέσω της Νομικής επιστήμης και δη της εφαρμοσμένης Νομικής επιστήμης που είναι το να είσαι μαχόμενος δικηγόρος
Είχατε ποτέ δυσκολίες στην αρχή της καριέρας σας;
Η καριέρα μου είναι μαχόμενου δικηγόρου. Αποσαφήνισα ότι, δυστυχώς, ο εγκληματολόγος στην Ελλάδα είναι μόνον επιστημονική ιδιότητα. Στην πραγματικότητα, λόγω και χάρις την ιδιότητά του, θα έπρεπε να επικουρεί επιστημονικά πάρα πολλές δημόσιες υπηρεσίες κι συστήματα. Θα έπρεπε να βρίσκεται δίπλα στον δικαστή, στον αστυνομικό, σε δημοτικό συμβούλιο πρόληψης εγκληματικότητας για να τηρεί και να επικαιροποιεί τη χαρτογράφηση και τις πραγματικές ανάγκες αντιμετώπισης του εγκλήματος συγκεκριμένης περιοχής, σε διαρκείς επιτροπές όπου θα συμβάλει στον σχεδιασμό και τη χάραξη αντιεγκληματικής πολιτικής, μέσα στις φυλακές και στα σωφρονιστικά καταστήματα ανηλίκων για να μπορεί με παραπομπή σε βάσεις δεδομένων να γνωμοδοτεί για κρίσιμα ζητήματα όπως ο βαθμός υποτροπής ενός κατηγορουμένου ή ενός καταδικασθέντος.
Δυστυχώς, όπως και μια σειρά άλλων επιστημονικών κλάδων που θα έπρεπε να ανήκουν στο οπλοστάσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, στη χώρα μας είναι απλώς «ένα πτυχιούχος μ΄ένα χαρτί», που όταν προκηρύσσεται μια θέση, προσλαμβάνεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε μια «θέση», για να καλύψει άλλες ανάγκες και όχι για να ασχοληθεί με την ουσία. Υπάρχουν όμως πολύ περισσότεροι απ΄ ότι στο παρελθόν άξιοι επιστήμονες που λειτουργούν πλέον ανεξάρτητα από το κράτος, σε δομές η ιδιωτικούς φορείς ή ΜΚΟ, πραγματοποιώντας ερευνητικό έργο πολύ σπουδαίο. Το οποίο όμως, το επίσημο κράτος, αφού έχει πολλαπλώς απαξώσει τη δημόσια έρευνα, διστάζει να αξιοποιήσει. Μοιάζει κανείς να μην επιθυμεί έναν ειδικό στα πόδια του να του υπενθυμίζει την αλήθεια των στοιχείων. Πάντα η επιστημονική αλήθεια είναι ενοχλητική μπροστά στο πολιτκό κόστος.
Για τη γενιά μου υπήρχαν πολλές δυσκολίες, που σήμερα είναι λυμένες. Η πρόσβαση στην πληροφορία δεν ήταν εύκολη, είχαμε να αντιμετωπίσουμε ογκώδεις τόμους και αποσπασματικα αρχεία για να ψάξουμε να βρούμε στοιχεια, μελέτες, μονογραφίες, θεωρίες ή δικαστικές αποφάσεις. Δεν υπήρχε internet, όμως υπήρχε η πρωτογενής επαφή με τον καθηγητή, η συνεργατική στάση απέναντι στο επιστημονικό θέμα. Καθηγητές όπως τα ονόματα που προανέφερα πάντοτε συνδιαμόρφωναν τα ερευνητικά θέματα με τους φοιτητές τους, δίδασκαν με το παράδειγμα τη μεθοδολογία και κυρίως το ήθος της έρευνας. Δηλαδή το ότι ανεξάρτητα από το που επιδιώκει κανείς να στοχεύσει ερευνητικά και ποιά ερευνητική υπόθεση θέλει να επαληθεύσει ή να επεξεργαστεί, αυτό θα πρέπει να γίνεται με σεβασμό και με οριοθέτηση απέναντι στο υλικό του, το οποίο πολλές φορές καθορίζει και υπαγορεύει την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων μιας έρευνας.
Ποια υπόθεση έχετε ξεχωρίσει;
Στα ποινικά χρονικά των τελευταίων, λ.χ., 30 ετών ξεχωρίζουν πολύ εύκολα οι περιπτώσεις των ελλήνων πολυανθρωποκτόνων, διότι αναδεικνύουν το πως το ελληνικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης ξεκινώντας από την αστυνομία προχωρώντας στην εισαγγελία, στα δικαστήρια και τελικά στις φυλακές αντιμετωπίζει τους πολυανθρωποκτόνους, τους πιο επικίνδυνους κατά τεκμήριο δράστες. Στο βιβλίο μου του 2013 αναφέρω εκτενώς ορισμένες περιπτώσεις που έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη όπως οι λεγόμενοι «δράκοι» και οι υποθέσεις Δαγκλή ή Βακρινού. Οι περιπτώσεις αυτές αναδείχθηκαν όλες τους στη δεκαετία του ’90 όταν η ελληνική κοινωνία ακόμη σμίλευε τα αισθητήριά της περί το έγκλημα. Ήταν η πρώτη δεκαετία στην οποία υπήρξε πολυφωνία στην ενημέρωση και η μιντιακή πραγματικότητα, η αναμετάδοση και επεξεργασία των ειδήσεων, ήταν στην ουσία σε όλες αυτές τις υποθέσεις ένα στοιχείο που συνόδευε την αντίληψη του κόσμου για το έγκλημα. Αντίληψη που ακόμη και σήμερα περιλαμβάνει στεγανά, στρεβλώσεις, έλλειμμα γνώσης, υποκριτική ή αποπροσανατολισμένη ευαισθησία, εγκληματική ηδονοβλεψία.
Η οικογένειά σας σας στήριξε στη απόφασή σας;
Ασφαλώς και με στήριξε στο να προχωρήσω ως δικηγόρος και μάλιστα από πολύ νωρίς ανεξάρτητος και μέχρι να σταθώ επαγγελματικά στα πόδια μου. Με υποστήριξε ενστικτωδώς παρ’ ότι δεν είχε καμία σχέση με το επάγγελμα και με το νομικό χώρο. Συν τω χρόνω κατάλαβα καλά ότι η άσκηση μαχόμενης δικηγορίας ότι είναι από τα ελάχιστα επαγγέλματα στην Ελλάδα που σου ανοίγει τα μάτια, δηλαδή που σε κάνει να καταλαβαίνεις το τί συμβαίνει γύρω σου, να μην σε εξαπατά ή να σε παραπλανά κανείς. Σου μαθαίνει στην ουσία κι όχι μέσα από ψευδοεπαναστατικές θεωρήσεις το τί εστί «σύστημα» το πώς αυτό αντιμετωπίζει τον πολίτη, το τί εργαλεία διαθέτει ο νόμος για να υπερασπιστείς τα δικαιώματά σου και το πώς πρέπει καθημερινά να δίνεις μικρές μάχες για να μπορείς να εξασφαλίζεις με αξιοπρέπεια και με ισονομία τη ζωή τη δική σου, των οικείων σου, των ανθρώπων που σε εμπιστεύονται.
Εκτός, από την εγκληματολογία , έχετε ασχοληθεί και με την συγγραφή , είναι κάτι που σας άρεσε;
Όπως προείπα, ταυτόχρονα με τις μεταπτυχιακές μου σπουδές ολοκλήρωσα και σπουδές δημοσιογραφίας πριν ακόμη υπάρξει το τμήμα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η γραφή με συντροφεύει από τα πρώτα μου χρόνια, είτε υπό τη μορφή ημερολογίων είτε υπό τη μορφή των σχολικών εκθέσεων είτε υπό τη μορφή εργασιων, επιστημονικής αρθρογραφίας και αργότερα και ελεύθερης, περιστρεφόμενης γύρω από τη μουσική και τον κινηματογράφο. Είναι πλέον δημόσιως γνωστό ότι είμαι από τους λίγους δικηγόρους που τόσο ενεργά ασχολούμαι με την ιστορία του ροκ, ως συλλέκτης δίσκων, ως θιασώτης της ζωντναης μουσικής, του κινημτογράφου και του θεάτρου. Με αφορά γενικά κάθε ζήτημα που έχει να κάνει με την τέχνη. Μουσική και κινηματογράφος είναι από τα, δεν θα έλεγα χόμπυ, θα έλεγα από τις φυσικές προεκτάσεις της σκέψης μου πλέον. Ακούω και ξανακούω πάντα μουσική, διαβάζω βιβλία, αναζητώ παλιές και καινούριες ταινίες, παρακολουθώ αφιερώματα, καλώ φίλους στο σπίτι για να δούμε ταινίες. Τα τελευταία χρόνια έχω γράψει δύο βιβλία για τη μουσική, το Dead Rockers Society το 2019 από τις εκδόσεις Δίαυλος και πριν από λίγους μήνες το Σαμγουερ in 80sland από τις Εκδόσεις Ιωλκός.
Από τα βιβλία που έχετε γράψει , ποιο είναι το αγαπημένο σας;
Όλα είναι ένα κομμάτι της πορείας μου μέχρι τώρα και ελπίζω ότι τα καλύτερα δεν τα έχω γράψει ακόμη. Έχω στα σκαριά πολλά συγγραφικά project για το μέλλον, αρκεί να είμαστε ακμαίοι και ορεξάτοι μέσα στις δύσκολες συγκυρίες που περνάμε.
Πως είναι η συνεργασία με την Αγγελική Νικολούλη;
Τον Οκτώβριο του 2001 κλήθηκα στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη. Είχα βέβαια εμφανιστεί ήδη από το Μάιο του 1997 στην τηλεόραση λόγω ακριβώς του ότι οι κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην εγκληματολογία δεν ήταν και πολλοί. Το 2001 λοιόν, από την πρώτη φορά που βρέθηκα στο πλατώ δίπλα στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη εντυπωσιάστηκα από το πόσο εύστοχη ήταν η ιδία και η ομάδα της σε υποθέσεις οι οποίες μπορεί μεν να θεωρούνταν εξαφανίσεις και η εκπομπή να δρομολογούσε αναζητήσεις, είχαν όμως όλες τους ένα ζωηρό ποινικό ενδιαφέρον, το οποίο η εκπομπή αναδείκνυε. Μες στα χρόνια αυτά, πάνω από 20 ανθρωποκτονίες έχουν αναδειχθεί από τη συγκεκριμένη εκπομπή, κάτι που την καθιστά μοναδική στο είδος της και δικαίως έχει την κορυφαία θέση σε θεαματικότητα επί σειρά ετών. Η ίδια η Αγγελική είναι ένας αξιοθαύμαστος άνθρωπος, μία προσωπικότητα πολυδιάστατη με ήθος το οποίο την ξεχωρίζει διαχρονικά και γι’ αυτό την έχει κάνει αγαπητή στον κόσμο. Υπάρχουν τηλεθεατές που την μαθαίνουν τα τελευταία χρόνια και την παρακολουθούν το ίδιο πιστά και με ενδιαφέρον γιατί η εκπομπή, έτσι όπως την οργανώνει και παρουσιάζει, ενημερώνει, συνεγείρει και εκλαϊκεύει χωρίς όμως αυτό να σημαίνει έκπτωση σε κανένα επίπεδο. Το πώς ο πολίτης πρέπει να στέκεται απέναντι σε μία κρίσιμη υπόθεση που τον αφορά, όταν λ.χ., ένας δικός του άνθρωπος αγνοείται ή όταν ένας δικός του άνθρωπος ανευρίσκεται αλλά θεωρείται από τις αρχές ότι απώλεσε τη ζωή του από ατύχημα. Πώς ένας άνθρωπος μπορεί να αναζητήσει τους οικείους του, ή τελικά να μπορέσει να βρει τους οικείους του μετά από πολλά χρόνια, ή να βρει τη λύση σε ένα μυστήριο που ταλανίζει την οικογένειά του τους συγγενείς του μετά από πολλά χρόνια. Η συνεργασία μας είναι άριστη. Διαθέτει τεράστια εμπειρία στο ζωντανό χειρισμό των θεμάτων και ένα στυλ που δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί ή πλησιάσει. Απολαμβάνω κάθε παρουσία μου εκεί και προσπαθώ από την πλευρά μου να συμβάλω στην στο ρυθμό της εκπομπής, στην επιτυχία που μπορεί να έχει η αναζήτηση ή η επεξεργασία ενός θέματος και είμαι περήφανος που η Αγγελική με τιμά με την εμπιστοσύνη της 22 σχεδόν χρόνια.
Έχετε σκεφτεί πως θα ήταν η ζωή σας , αν είχατε επιλέξει άλλο επάγγελμα;
Όταν ήμουν 11 χρόνων, οι περισσότεροι ήρωες των μυθιστορημάτων που διάβαζα ήταν δημοσιογράφοι ή ερευνητές στυλ Ιντιάνα Τζόουνς. Μεγαλώνοντας ήρωες μου έγιναν οι καλλιτέχνες, ιδίως ρηξικέλευθοι μουσικοί, όλοι ελεύθερα πνεύματα ή συγγραφείς. Προϊόντος του χρόνου και μπαίνοντας στην παραγωγή έμαθα να θαυμάζω κάθε άνθρωπο που εργάζεται και κοπιάζει για κάτι που του αρέσει χωρίς να θυσιάζει τις αρχές του. Τελικά, τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι έχω καταλήξει να κάνω σε συνδυασμό όλα αυτά που με ενδιέφεραν από μικρό.
Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο και σε μία νέα εγκληματολόγο;
Εάν τον ενδιαφέρει ουσιαστικά η εγκληματολογία, δηλαδή αν θέλει να εργαστεί στο πεδίο, το καλύτερο είναι να σπουδάσει Νομική. Και εάν σπουδάσει Νομική, να επιλέξει την εγκληματολογική κατεύθυνση για να κάνει τη διαφορά. Αλλιώς, όσο είναι νωρίς, να σπουδάσει και στη συνέχεια να εργαστεί σε μία ξένη χώρα όπου ο εγκληματολόγος επιτελεί αυτό που πραγματικά είναι επιστημονικά καταρτισμένος να κάνει. Ή να οπλιστεί με υπομονή και να παλέψει εδώ, αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ακόμη και υπό αντίξοες συνθήκες μπορεί κανείς να διακριθεί, αν έχει υπομονή και στέρεο σύστημα προσωπικών αξιών.
Ευχαριστώ για την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη.