Πολλές φορές θέλεις να δεις μια ταινία για να περάσει ευχάριστα η ώρα και να χαλαρώσεις. Συνήθως, βέβαια, θα υπάρχει και ένα ηθικό μήνυμα που προσπαθούν να περάσουν οι συντελεστές. Ακριβώς, αυτό είναι το σκεπτικό πίσω από το Small Crimes, που συνδυάζει την διασκέδαση του θεατή με το να τον βάλει σε σκέψεις για το αν μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει ή παραμένει ο ίδιος ανεξάρτητα από τα δεινά που έχει υποστεί.
Η ιστορία ξεκινάει με την αποφυλάκιση του Joe Denton (Nikolaj Coster-Waldau). Ο Joe ήταν αστυνομικός, αλλά τον κατηγόρησαν για δολοφονία και έμεινε στην φυλακή για έξι χρόνια. Όταν τελικά βγαίνει, το παρελθόν τον κυνηγάει, καθώς τόσο οι πειρασμοί από τις παλιές συνήθειες όσο και οι άνθρωποι που τον είχαν μπλέξει στις παρανομίες απειλούν ακόμα να καταστρέψουν την ζωή του, παρά αυτή την δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε.
Σκηνοθέτης της ταινίας είναι ο E.L. Katz. Υπάρχουν πολλά προσεγμένα και όμορφα πλάνα, που προβάλλουν το φυσικό μεγαλείο κάνοντας κοντινά ή μακρινά πλάνα σε τοπία ή φυτά, αλλά και την υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών με τα διάφορα κοντινά στα πρόσωπά τους. Η αρχή της ταινίας είναι επίσης ικανοποιητική, καθώς ξεκινάει με ένα κοντινό πλάνο στον πρωταγωνιστή που σιγά σιγά ανοίγει ενώ συζητάει με κάποιον για την αποφυλάκισή του, αλλά η συζήτηση έχει φιλοσοφική διάσταση, αφού κάνει τον θεατή να σκεφτεί για το αν αξίζουν όλοι οι άνθρωποι μια δεύτερη ευκαιρία ανεξαρτήτως των πράξεων τους ή όχι. Αυτό, άλλωστε, όπως αντιλαμβανόμαστε και στην πορεία είναι το όλο μήνυμα της ταινίας και ο προβληματισμός που θέλει να θέσει. Παραμένοντας στα πλάνα, γίνεται ξεκάθαρη η σημασία των κάμεραμαν σε σκηνές, όπως όταν ο Joe τηλεφωνεί στην γυναίκα και τις κόρες του για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό και η κάμερα περιστρέφεται σιγά σιγά γύρω του. Αυτή η κίνηση συμβολίζει την ζάλη και την αστάθεια που επικρατεί στο μυαλό του, το πόσο ανήσυχος και ταραγμένος είναι για την αντιμετώπιση που θα δεχτεί από τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Πέρα από τον σκηνοθέτη είναι πολλοί αυτοί που δούλεψαν σκληρά και συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην επιτυχία της ταινίας. Ένας από αυτούς είναι ο διευθυντής φωτογραφίας, ο Andrew Wheeler. Από την αρχή γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται για μια “σκοτεινή”, ζοφερή ταινία, γιατί αν και μπορεί να υπάρχει ανεβαστική, ευχάριστη μουσική ή χιουμοριστική διάθεση, τα χρώματα είναι μουντά και σκούρα. Και μιας και αναφέρθηκε η μουσική, οι υπεύθυνοι για τον τομέα αυτό Brooke Blair και Will Blair έκαναν καταπληκτική δουλειά προσθέτοντας μελωδίες, που κυρίως ταίριαζαν με την ψυχολογική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο πρωταγωνιστής σε κάθε σκηνή. Άριστο παράδειγμα αποτελεί η σκηνή εκείνη όπου ακούγεται η χαρακτηριστική μελωδία της άγριας δύσης καθώς ο Joe βλέπει έναν πρώην συνάδερφο του να απομακρύνεται μετά από μια δυσάρεστη συζήτηση που είχαν μεταξύ τους. Ένα άλλο στοιχείο της ταινίας που σαγηνεύει τον θεατή είναι το σενάριο. Ο Macon Blair και ο E.L. Katz το έγραψαν βασιζόμενοι στο μυθιστόρημα του David Zeltserman. Αυτό που μου έκανε προσωπικά περισσότερη εντύπωση είναι ότι τόσο ο Joe όσο και οι γονείς του αποφεύγουν να μιλάνε ξεκάθαρα για τον χρόνο που πέρασε ο ήρωας στην φυλακή και όταν το κάνουν το θέτουν όσο πιο ευγενικά γίνεται.
Όσον αφορά τους ηθοποιούς, τον πρωταγωνιστή τον φέρνει στη ζωή ο Nikolaj Coster-Waldau, ιδιαίτερα γνωστός για τον ρόλο του στην τηλεοπτική σειρά Game of Thrones. Η ερμηνεία του είναι ρεαλιστική και παρά τις πάμπολλες δυσκολίες και πιέσεις που αντιμετωπίζει δεν είναι υπερβολικός, αν και σύμφωνα με την περιγραφή του χαρακτήρα του θα περιμέναμε περισσότερες εκρήξεις. Επίσης, αξίζει να σημειωθούν τα ονόματα των ηθοποιών που παίζουν τους γονείς του, της Jacki Weaver και του Robert Forster, που είναι φυσικότατοι και εκφράζουν την δικαιολογημένη ανησυχία για το μέλλον και την συμπεριφορά του παιδιού τους προσπαθώντας και οι δύο να τον προσεγγίσουν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν και αρκετά αρνητικά στην ταινία που δεν γίνεται να μείνουν ασχολίαστα. Καταρχάς, δεν δίνεται ο χρόνος της ιστορίας, γεγονός που μπερδεύει τον θεατή, καθώς δεν μπορεί να ξέρει τις ιστορικές συνθήκες που μπορεί να έχουν τυχόν επηρεάσει τους χαρακτήρες. Παράδειγμα αποτελεί η σκηνή όπου ο Joe θέλοντας να εντοπίσει την γυναίκα με τα παιδιά του τους αναζητά στο διαδίκτυο, σκέψη που θα έκανε ένας μοντέρνος άνθρωπος της σημερινής εποχής, αλλά όταν πηγαίνει στην βιβλιοθήκη της περιοχής για να συνδεθεί στο ίντερνετ οι υπολογιστές είναι παλιοί, γεγονός που μας κάνει να σκεφτούμε ότι η ιστορία εξελίσσεται στην δεκαετία του 90. Και φυσικά δεν λείπουν τα κλισέ. Όταν ο Joe μπλέκεται άθελά του σε έναν καβγά, ξεσπάει ξαφνικά μια καταρρακτώδης βροχή. Επίσης, ύστερα από αυτή τη μάχη, ο Joe έχει απλά με μελανιά στο μέτωπο, ενώ λογικά θα έπρεπε να έχει πληγές στα χέρια ή τουλάχιστον να πονάει και σε κάποιο άλλο μέρος του σώματος. Τέλος, αν και όπως φαίνεται μερικά από τα μικρά εγκλήματα του Joe σχετίζονται και με ναρκωτικά και ποτό δεν φαίνεται να έχει τα συμπτώματα ενός εθισμένου ατόμου πράγμα που απομακρύνει την ταινία από την σφαίρα του ρεαλισμού.
Συνοπτικά, παρά τα αρνητικά, θα πρότεινα σε όσους αρέσει να βλέπουν μέχρι που μπορεί να φτάσουν τα όρια ενός ανθρώπου και δεν τους ενοχλούν οι σκηνές βίας να δώσουν στο Small Crimes μια ευκαιρία.