Γυρισμένο το 1950 μ΄ ένα πενιχρό μπάτζετ στην κατεχόμενη Ιαπωνία, το Rashômon ανέδειξε τα δύο μεγαλύτερα ονόματα του ιαπωνικού κινηματογράφου, τον σκηνοθέτη Akira Kurosawa και τον πρωταγωνιστή Toshirô Mifune, έβαλε στο χάρτη της έβδομης τέχνης τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, αποτέλεσε την αφορμή για τη δημιουργία του Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, και δημιούργησε μια τεχνική που εξαπλώθηκε εντός και εκτός τέχνης, γνωστή ως «Rashomon effect». Γι΄ αυτούς και πολλούς άλλους λόγους κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία του σινεμά, και αν αγνοούσατε την ύπαρξη του μέχρι τώρα είναι ώρα να το μάθετε.
Rashômon (Ιαπωνία, 1950) – Crime drama, 88΄
Σκηνοθεσία: Akira Kurosawa
Σενάριο: Akira Kurosawa & Shinobu Hashimotot
Πρωταγωνιστούν: Toshiro Mifune, Machiko Kyō, Takashi Shimura, Masayuki Mori
Αν κάποιος προέβλεπε την παγκόσμια επιτυχία και τη διαχρονική απήχηση της ταινίας την εποχή που αυτή γυρίστηκε, θα θεωρούνταν τουλάχιστον γραφικός. Πέντε μόλις χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις ατομικές βόμβες που έπεσαν στο έδαφός της, η Ιαπωνία δεν ήταν και το πιο πρόσφορο έδαφος για να γυρίσεις μια μεγάλη ταινία. Η κινηματογραφική της βιομηχανία ήταν στάσιμη και ελάχιστο ενδιαφέρον υπήρχε για τις ταινίες της εκτός των εδαφών της. Όσο για τον Κουροσάβα, στα 40 του τότε, θεωρούνταν μεν ένας φέρελπις δημιουργός ωστόσο κανείς δε μπορούσε να αναλογιστεί ότι με τόσο φτωχά μέσα θα κατόρθωνε τόσα πολλά.
Η ταινία θυμίζει έντονα (ασιατικό) θέατρο στην πλοκή και τα σκηνικά της, καθώς εκτυλίσσεται στο σύνολό της σε τρία μέρη: ένα φτωχικό σπίτι, μια λιτή και ιδιόρρυθμη, για τα δυτικά πρότυπα, αίθουσα δικαστηρίου κι ένα ξέφωτο σε κάποιο δάσος της Ιαπωνίας. Στο σπίτι βλέπουμε τρεις ανθρώπους της εποχής των σαμουράι, έναν ξυλοκόπο, έναν ιερέα κι έναν απλό πολίτη, να συζητούν για ένα αποτρόπαιο έγκλημα που συνέβη πρόσφατα στην περιοχή, όταν ένας διαβόητος ληστής δολοφόνησε ένα σαμουράι και βίασε τη γυναίκα του.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας, ο Κουροσάβα μας την παρουσιάζει από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των τριών συντελεστών του εγκλήματος: του ληστή (Mifune), της σπιλωμένης συζύγου (Machiko Kyō) και του δολοφονημένου σαμουράι (Masayuki Mori), που μιλά μέσα από ένα μέντιουμ. Όλοι συμφωνούν ότι ο ληστής βίασε τη γυναίκα και ο σαμουράι σκοτώθηκε, οι ιστορίες τους όμως για το πώς συνέβησαν αυτά είναι αντικρουόμενες. Ενδιάμεσα, οι τρεις άνθρωποι που αναλύουν το έγκλημα αμφισβητούν την αξιοπιστία όλων των ιστοριών, με τον αυτόπτη μάρτυρα ξυλοκόπο να καλείται τελικά να διηγηθεί στους άλλους δύο –αλλά και στο κοινό- τι πραγματικά έγινε.
Σκιαγραφώντας μια απλή σχετικά ιστορία, ο Κουροσάβα δημιούργησε την τεχνική του αναξιόπιστου αφηγητή, που χρησιμοποιήθηκε με αριστοτεχνικό τρόπο από μεταγενέστερες ταινίες όπως οι Συνήθεις Ύποπτοι, θέλοντας να προβάλλει πως καθένας από τους αφηγητές παρουσιάζει στην ουσία την ιστορία όπως τον/την συμφέρει, εναλλάσσοντας αλήθειες και ψέματα έτσι ώστε να κάνει την αφήγησή του ταυτόχρονα ευνοϊκή για τον ίδιο αλλά και πιστευτή. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο θεατής δεν πρέπει να βιαστεί να τους κρίνει αυστηρά, γιατί δεν είναι εύκολο για κανένα να παραδεχτεί ανοιχτά πράξεις και αλήθειες που δεν τον βολεύουν.
Σκηνοθετικά ο Κουροσάβα, μην έχοντας μεγάλο μπάτζετ στη διάθεσή του, χρησιμοποίησε εξαιρετικά το φυσικό φωτισμό (ο οποίος, σε αντίθεση με τα δυτικά πρότυπα, λειτουργεί έτσι ώστε το φως συμβολίζει τη διαφθορά και το ανήθικο πάθος), τις εκφράσεις των πρωταγωνιστών, τη γλώσσα του σώματος, τα φυσικά τοπία της Ιαπωνίας και τις ιδιαίτερες συνήθειες των κατοίκων της (απουσία επίπλων, διακόσμησης κλπ). Αφήνοντας μια νότα αισιοδοξίας στο φινάλε, δημιούργησε ένα γλυκόπικρο αποτέλεσμα παρόμοιο με μεταγενέστερες διάσημες ταινίες του (Ikiru, Seven Samurai, Yojimbo, Ran).
To Rashômon ήταν η πρώτη ασιατική ταινία με ευρεία απήχηση στο δυτικό κόσμο, και σήμερα θεωρείται δικαίως η αρχή μιας νέας εποχής στην τέχνη, με τις δυτικές και ανατολικές τεχνοτροπίες να έρχονται επιτέλους σε επαφή. Ο ιαπωνικός κινηματογράφος γνώρισε τεράστια άνθηση στα επόμενα χρόνια και πολλές ταινίες του κέρδισαν την αναγνώριση των απανταχού σινεφίλ. Πολλοί δυτικοί δημιουργοί «ζήλεψαν» την ικανότητα του Κουροσάβα να πετυχαίνει τόσα πολλά χρησιμοποιώντας τόσα λίγα και προσπάθησαν να απλοποιήσουν τα έργα τους προκειμένου να αγγίξουν πιο άμεσα το θεατή, με απλές ιστορίες για τα πάθη, τις αδυναμίες και τις φιλοδοξίες του ανθρώπου.
Φυσικά, παρά την απήχηση και την τεράστια αξία της, η ταινία δεν παρακολουθείται εύκολα από το σύγχρονο θεατή. Η σχετικά αργή και χωρίς πολύ διάλογο ροή της, τα απαρχαιωμένα και ξένα για τους δυτικούς ήθη, έθιμα και σκηνικά που παρουσιάζονται, καθώς και η τεράστια απλότητά της, την καθιστούν λιγότερο διασκεδαστική από τις ταινίες που έχουμε συνηθίσει. Εκεί όμως κρύβεται και η μαγεία της, στην ικανότητά της δηλαδή, με όσο το δυνατό λακωνικότερο τρόπο, να επηρεάσει, να διδάξει, να προβληματίσει, να αναλύσει ερωτήματα και να περάσει διαχρονικά μηνύματα με την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, δύναμη με το πιο φαντασμαγορικό φιλμ του Χόλιγουντ.