Όταν βλέπεις έναν τέτοιο τίτλο, στο μυαλό σου έρχονται εικόνες από τρομακτικά, αιμοδιψή, πεθαμένα πλάσματα που δεν επιδιώκουν αρμονική συνύπαρξη με τους ανθρώπους. Το γεγονός, όμως, ότι η συγκεκριμένη ταινία εντάσσεται στις κατηγορίες δράμα, φαντασία και ρομάντζο δεν συμβαδίζει με τις προσδοκίες που γεννά ο τίτλος. Η περιέργεια, λοιπόν, για το τι είδους ιστορία πρόκειται, αλλά και τα οσκαρικά ονόματα των πρωταγωνιστών Casey Affleck και Rooney Mara με ώθησαν να δω την ταινία A Ghost Story και δεν το μετανιώνω καθόλου.
Η M (Rooney Mara) και ο C (Casey Affleck) είναι παντρεμένοι και σκέφτονται να μετακομίσουν από το σπίτι που ζουν, καθώς συχνά ακούγονται περίεργοι θόρυβοι. Η μετακόμιση, όμως, θα αναβληθεί λόγω του ξαφνικού θανάτου του C. Η ταινία θα κάνει τον θεατή να αναρωτηθεί για την αντιμετώπιση του χαμού ενός αγαπημένου ανθρώπου, για την μεταθανάτιο ζωή, αλλά και για την ζωή γενικότερα, καθώς ο C γυρίζει πίσω στο σπίτι ως φάντασμα φορώντας ένα λευκό σεντόνι.
Επειδή πρόκειται για μια ταινία που μου άρεσε αρκετά θα ήθελα να ξεκινήσω με τα αρνητικά. Αν προτιμάς τις κωμωδίες ή αν δεν σου αρέσουν οι λεγόμενες ποιοτικές ταινίες, που η εξέλιξη είναι αργή και κάποια πράγματα δεν διευκρινίζονται, τότε καλύτερα να μην δεις την συγκεκριμένη. Πρώτα απ’όλα, κάποιες σκηνές είτε δεν χρειάζονται καθόλου, αφού δεν έχουν κάποια σπουδαιότητα στην εξέλιξη της πλοκής, όπως είναι η σκηνή που η Μ σέρνει ένα έπιπλο μέχρι έξω για να το πετάξει, είτε διαρκούν πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα από αυτό -αν και υπάρχουν αρκετά- είναι η σκηνή που βλέπουμε την Μ να τρώει ένα γλυκό για 5 ολόκληρα λεπτά. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτές οι σκηνές συμβάλλουν στην αίσθηση του ρεαλισμού που θέλει να προβάλλει η ταινία και στην έμφαση που δίνεται στον άνθρωπο, αλλά καταφέρνουν μόνο να κουράσουν τον θεατή και να τον κάνουν να βαρεθεί, καθώς θα είχαν τα ίδια επιθυμητά αποτελέσματα αν κρατούσαν λιγότερο. Παράλληλα, αν και το καστ απαρτίζεται από δύο μεγάλα ονόματα, τον Casey Affleck και την Rooney Mara, ο πρώτος στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι καλυμμένος με ένα σεντόνι και η δεύτερη δεν διαθέτει πολλές σκηνές θλίψης και της πορείας προς την ψυχική γιατρειά για να αναδείξουν την υποκριτική τους δεινότητα. Με άλλα λόγια φαίνεται σαν να μην αξιοποιήθηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι ταλαντούχοι αυτοί ηθοποιοί. Αυτοί είναι και οι κυριότεροι λόγοι, που σε πολλούς ανθρώπους δεν άρεσε η ταινία. Επίσης, στην αρχή της ταινίας παρατηρείται ότι χρησιμοποιείται έντονη μουσική σε σκηνές που δεν χρειάζεται, αφού τίποτα σημαντικό ή αξιοσημείωτο δεν συμβαίνει.
Και τώρα στα θετικά. Το πρώτο πράγμα παρατηρεί κανείς είναι ότι οι διαστάσεις της εικόνας δεν είναι το συνηθισμένο παραλληλόγραμμο, αλλά είναι ένα τετράγωνο χωρίς γωνίες. Η επιλογή αυτή πιθανότατα βασίζεται στο γεγονός ότι ούτε η ιστορία που προβάλλεται είναι συνηθισμένη. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας έχουμε την αίσθηση ότι κάποιος παρακολουθεί το ζευγάρι. Η θέση της κάμερας που φαίνεται να παίζει το ρόλο των ματιών των θεατών αλλά και του παρατηρητή δίνει αυτή την αίσθηση, καθώς υπάρχουν σκηνές που βλέπουμε το σπίτι από κάποια απόσταση που όμως μας επιτρέπει να διακρίνουμε τις κινήσεις των ανθρώπων μέσα σε αυτό, αλλά και άλλες που βλέπουμε τις πλάτες των πρωταγωνιστών σαν να βρισκόμαστε πίσω τους χωρίς αυτοί να έχουν αντιληφθεί την παρουσία μας. Ως συνέχεια αυτού, όσα συμβαίνουν στην οθόνη εμείς τα βλέπουμε ως παρατηρητές, ως τρίτα άτομα μέσα στον χώρο. Πιο απλά, δεν υιοθετούμε την οπτική κάποιου πρωταγωνιστή. Η σταθερότητα αυτή αξίζει να επισημανθεί, καθώς σε αρκετές ταινίες καμιά φορά ξεχνιέται. Μία ακόμα προσεγμένη λεπτομέρεια είναι ότι όπως όταν διαβάζεις ένα βιβλίο πριν αρχίσει ο συγγραφέας να εξιστορεί την ιστορία του, αφιερώνει μία σελίδα για ένα γνωμικό ή μια σημαντική φράση, έτσι και στην ταινία δίνεται μία πρόταση από το διήγημα της Virginia Woolf A Haunted House. Όλα αυτά είναι επιλογές και αποφάσεις του σκηνοθέτη και σεναριογράφου David Lowery.
Σχετικά με το σενάριο, αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα από αυτό δίνεται μια πιθανή εξήγηση για τα θέματα που απασχολούν την ταινία, όπως είναι η ζωή και ο θάνατος. Μπορεί να μην συμφωνούν ή να μην αποδέχονται όλοι οι θεατές την θεωρία που προβάλλεται, αλλά δίνονται με επιδέξιο τρόπο τα επιχειρήματα και οι βάσεις που γέννησαν την υπόθεση και την εξέλιξη της πλοκής. Επίσης, αν και υπάρχουν ορισμένες σκηνές που λόγω της ατμόσφαιρας και των γεγονότων θυμίζουν ταινίες τρόμου είναι σημαντικές, καθώς δεν θέλουν να προκαλέσουν φόβο αλλά να προβάλλουν τα αισθήματα του φαντάσματος, που γίνεται αυτόνομος και ξεχωριστός χαρακτήρας. Επίσης, ο θεατής θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στο τέλος όπου όλες οι απορίες του εξηγούνται και φυσικά η ιστορία ολοκληρώνεται.
Όπως αναφέρθηκε ήδη αρκετές φορές, οι πρωταγωνιστές είναι μεγάλα ονόματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και όπως αναμενόταν έδωσαν και σε αυτή τους τη δουλειά τον καλύτερό τους εαυτό. Τόσο Casey Affleck, που φέτος κέρδισε το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο Manchester by the Sea, όσο και η Rooney Mara, που υπήρξε το 2012 και το 2016 υποψήφια για Όσκαρ, την πρώτη φορά στην κατηγορία πρώτου γυναικείου ρόλου στο The Girl with the Dragon Tattoo και την επόμενη φορά για δευτέρου στην ταινία Carol, μαγνητίζουν τον θεατή με την φυσικότητα και την ρεαλιστικότητα που δίνουν ζωή στους χαρακτήρες τους.
Συμπερασματικά, αν σου αρέσουν οι ψαγμένες, φιλοσοφικές και ποιοτικές ταινίες θα πρέπει οπωσδήποτε να δεις το A Ghost Story. Αν πάλι δεν σου αρέσουν τέτοιου είδους ταινίες καλύτερα να μην προσπαθήσεις καν να την δεις, γιατί θα βαρεθείς πολύ γρήγορα.
Αν είδες την ταινία και δεν κατάλαβες τι έγινε στο τέλος, εδώ θα βρεις την εξήγηση που δίνει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
One Comment
Τζένιφερ Ντέρλεθ
To πρόβλημα είναι πως η ταινία δεν είναι ούτε ψαγμένη, ούτε φιλοσοφική, ούτε ποιοτική.